Griechische Definition zu μονός
μόνος, επίθ.· μόνιος. 
1) α) Που δε βρίσκεται μαζί με άλλους, που είναι χωρίς την παρουσία ή συντροφιά άλλων, μοναχός
: (Βέλθ. 830), (Ιμπ. 568)· 
τση θυγατέρας μου μόνιος μου θα μιλήσω  (Ερωφ. Έ 228)· 
(σε ιδιάζ. χρ.)
: Νεκρόν είδα … και μόνα, δίχα σάρκωσην, τα κόκαλα γλειμμένα  (Νεκρ. βασιλ. 24)· 
(επιτ. με προηγ. το σύνδ. 
και)
: ολόγυμνην την έκδυσεν μετά λινού και μόνου  (Αχιλλ. (Smith) N 1332)· 
(ο υπερθ. επιτ.)
: (Διγ. Ζ 1862)· 
δούκαν τον ελεεινόν μονότατον αφήσαν  (Κορων., Μπούας 49)· 
 β) (με τους εμπρόθ. προσδ. 
με ή 
μετά κάπ. για να δηλωθεί συνοδεία από κάπ. πολύ οικείο)
: Η Αρετούσα απόμεινε μόνια τση μετά μένα  (Ροδολ. Ά 284· Βέλθ. 81)· 
 γ) (επιτ. στο σχ. 
μόνος και μόνος ή με τα επίθ. 
μοναχός, 
μοναξός, 
ολομόναχος ή τη μτχ. 
μεμονωμένος)
: Μόναι και μόναι εμπήκασιν, κατασφαλίζουνται έσω  (Βέλθ. 980)· 
εγώ μόνος μοναχός να κοσμοαναγυρεύω  (Λίβ. N 2268· Ερωτόκρ. Γ́ 1736), (Χρον. Μορ. P 6277)· 
μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει  (Ερωτόκρ. Ά 1067· Aχιλλ. (Smith) N 546). 
  2) Άγαμος, ανύπαντρος
: μια γυναίκα μόνια τση  (Ροδολ. Β́ 335). 
 3) (Προκ. για κράτος) που δεν έχει συμμάχους
: οι βασιλειές … μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες  (Ροδολ. Έ 42). 
 4) (Προκ. για τόπο) απόμερος, απομονωμένος
: τόπον … μονότατον  (Βίος Αλ. 338). 
 5) α) Παρατημένος, αφημένος, εγκαταλειμμένος
: το μιαρόν ποντίκιν … ηύρε πίταν μέγαν μόνην  (Χρησμ. VII 5)· 
 β) μόνος, έρημος
: Από τους όλους συγγενούς εγώ υπάρχω μόνη  (Βέλθ. 1169)· 
 γ) αβοήθητος
: ήτονε στην εζημιά μόνια τση σκιας μαγάρι  (Πανώρ. Γ́ 453). 
  6) Που ενεργεί χωρίς τη συμβολή, συνδρομή ή βοήθεια άλλου
: (Κορων., Μπούας 102)· 
εις τα άλλα ουδέν εφθάσετε, τά μόνος μου επολέμουν  (Διγ. Esc. 1733· Ροδολ. Β́ 19). 
 7) α) (Για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός) μόνον, αποκλειστικά εγώ (εσύ, αυτός, …)
: (Κυπρ. ερωτ. 2114)· 
Εσύ, θεά, οχ τα βάσανα μόνια σου τσι λυτρώνεις  (Πανώρ. Δ́ 297)· 
 β) (μετά από αρνητ. πρόταση για να δηλωθεί εξαίρεση)
: ουδένας δεν απόμεινεν ειμή αυτή και μόνη  (Διήγ. παιδ. 932)· 
 γ) αυτός και μόνον, (και) μόνον αυτός
: οι μπομπαρδές εδύνουνταν μόνες να καταλύσουν τον Άγιον Έρμον σύψυχον  (Αχέλ. 1024). 
  8) α) Μοναδικός
: μόνια αιτιά του σκοτωμού  (Ερωφ. Γ́ 260)· 
(επιτ.)
: των φίλων των πιστών η μόνη μια καρδία εις δυο κορμιά ξεχωριστά κρατούν την κατοικία  (Λίμπον. Εισαγ. 11)· 
(προκ. για το Χριστό)
: Χριστόν, τον μόνον ζωοδότην  (Διγ. Z 1111)· 
 β) ένας μόνον, ένας
: (Διδ. Σολομ. P 4). 
  9) (Για να δηλωθεί υπεροχή)
: Εγώ 'μαι μόνος βασιλιός κι ωσάν εμένα άλλος σ’ όλη τη γη δε βρίσκεται  (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57517)· 
(στον υπερθ. επιτ.)
: (Διγ. Z 4062). 
 10) Ίδιος, όμοιος
: ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα  (Πεντ. Γέν. XI 1). 
 11) (Με αριθμητ. για να δηλωθεί ανώτατο όριο)
: έκαυσε και τα κάτεργα, αφήκε μόνα τρία  (Γεωργηλ., Βελ. Λ 256). 
 12) (Σε χρ. οριστικής αντων. συν. με γεν. προσωπ. αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου
: μόνη μου εποίκα το κακόν, μόνη μου ας απολάβω  (Διγ. Esc. 954 δις). 
 13) α) (Σε χρ. αυτοπαθούς αντων.)
: όπου θυμώνεται πολλά … μόνος του γίνετ’ έξηχος και με το θέλημάν του  (Σπαν. B 369)· 
 β) (για να δηλωθεί αυτόματη ενέργεια)
: τας πόρτας λέγει, μόναι των ανοίγουν παραυτίκα  (Καλλίμ. 1280). 
  14) (Σε επιρρ. χρ.) μόνον, παρά μόνον
: (Αιτωλ., Μύθ. 312)· 
μόνια την αγάπη σου, καρδούλα μου, θυμούμαι  (Κατζ. Β́ 166). 
 Φρ. 
1) Αποθαίνω ή 
φονεύομαι μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου, αυτοκτονώ
: (Αχιλλ. (Smith) O 365). 
 2) Λέγω μόνος μου, βλ. λέγω Φρ. 8. 
[αρχ. επίθ. μόνος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
 [...]
http://www.greek-language.gr