στόμα altgriechisch στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΠΟΣΗΣ: Ξεπλύντε το στόμα. | BEI VERSCHLUCKEN: Mund ausspülen. Übersetzung bestätigt |
Ξεπλύντε το στόμα. | Mund ausspülen. Übersetzung bestätigt |
Το βασικό στοιχείο για την ταξινόμηση των εν λόγω προϊόντων είναι εάν λιμνάζει στο στόμα το προϊόν, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να απορροφηθεί. | Ausschlaggebend für die Einstufung dieser Produkte ist, ob sich die Produktpartikel im Mund aneinanderlagern und dann aspiriert werden können. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, όταν το πλήρωμα πτήσης περιλαμβάνει περισσότερα από ένα μέλη και δεν μεταφέρεται πλήρωμα του θαλάμου επιβατών, πρέπει να υπάρχουν φορητές PBE για να προστατεύουν τους οφθαλμούς, τη μύτη και το στόμα ενός μέλους του πληρώματος πτήσης και να παρέχουν αέριο αναπνοής για περίοδο που δεν είναι μικρότερη από 15 λεπτά και | Zusätzlich muss, wenn sich mehr als ein Flugbesatzungsmitglied, aber kein Flugbegleiter an Bord befindet, ein tragbares Atemschutzgerät mitgeführt werden, das Augen, Nase und Mund bedeckt und für einen Zeitraum von nicht weniger als 15 Minuten Atemgas liefert, und Übersetzung bestätigt |
Χονδροειδές πηχτή και ζυμώδης αίσθηση που παράγεται στο στόμα από ορισμένα παλαιά έλαια. | Roh Bezeichnung für bestimmte alte Öle, die im Mund einen dickflüssigen, pastösen Sinneseindruck hinterlassen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
στομάχι |
στοματολογία |
στομαχόπονος |
στόμαχος |
στοματίτιδα |
στόμα το [stóma] : I1. το άνοιγμα που υπάρχει στο κάτω μέρος του προσώπου των ανθρώπων, που εσωτερικά συνδέεται με το λάρυγγα και με το φάρυγγα και εξωτερικά κλείνει με τα χείλια: Aνοίγω / κλείνω το στόμα μου. Έχει μεγάλο / μικρό / ωραίο / άσχημο στόμα, το εξωτερικό τμήμα του που περιβάλλεται από τα χείλια. Στο στόμα υπάρχει η γλώσσα και τα δόντια, στη στοματική κοιλότητα. Mυρίζει το στόμα του, η αναπνοή του. Mη μιλάς με γεμάτο / μπουκωμένο στόμα. Tον φίλησε στο στόμα. Φιλήθηκαν στόμα με στόμα. (έκφρ.) μένω με ανοιχτό το στόμα, μένω κατάπληκτος. με την κοιλιά* στο στόμα. ΦΡ με την ψυχή στο στόμα, για κπ. που είναι πολύ κουρασμένος ή που αγωνιά πολύ για κτ.: Ήρθε τρέχοντας / περιμένει τα αποτελέσματα με την ψυχή στο στόμα. με την μπουκιά* στο στόμα. παίρνω την μπουκιά από το στόμα κάποιου, προλαβαίνω την τελευταία στιγμή να αποκτήσω, να απολαύσω κτ. που είχε επιθυμήσει κάποιος άλλος. || (ειδικότ.) α. ως όργανο για τη λήψη τροφής, σε εκφράσεις και σε ΦΡ βάζω κτ. στο στόμα μου, τρώω κτ.: Δεν έχω τι να βάλω στο στόμα μου. το στόμα του μυρίζει γάλα*. || ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: Έχει πέντε στόματα να θρέψει. β. ως όργανο άρθρωσης, ομιλίας, σε εκφράσεις και σε ΦΡ ανοίγω το στόμα μου, μιλώ ή αρχίζω να μιλώ: Δεν άνοιξε το στόμα της ολόκληρη τη μέρα. ανοίγω (ένα) στόμα (σε κπ.), αυθαδιάζω. κλείνω / βουλώνω το στόμα μου ή το κλείνω / το βουλώνω, σταματώ να μιλώ ή αρνούμαι να μιλήσω: Kλείσε το στόμα σου επιτέλους. Δεν έκλεισε το στόμα του καθόλου, φλυαρούσε συνεχώς. Bούλωσε το στόμα του και δεν του παίρνεις λέξη. κλείνω / βουλώνω το στόμα κάποιου, τον αναγκάζω να σιωπή σει ή τον σκοτώνω για να μη μιλήσει ή τον αποστομώνω: Tον πλήρωναν για να του κλείσουν το στόμα. Tου έκλεισαν για πάντα το στόμα. Mε τα επιχειρήματα που έχω θα του το κλείσω το στόμα. βάζω λουκέτο* στο στόμα κάποιου. ράβω* το στόμα μου ή το ράβω. βάζω φερμουάρ* στο στόμα μου. βάζω κτ. στο στόμα κάποιου, ισχυρίζομαι ότι είπε κτ.: Mη μου βάζεις στο στόμα πράγματα που δεν είπα. βάζω κτ. στο στόμα μου, λέω κτ., συνήθ. κακό: Mη βάζεις στο στόμα σου τέτοιες λέξεις / κατάρες. βάζω / πιάνω κπ. στο στόμα μου, τον κατηγορώ, τον σχολιάζω κακόβουλα: Xάθηκες, αν σε βάλει αυτός στο στόμα του. πέφτω στο στόμα κάποιου, γίνομαι αντικείμενο κουτσομπολιού: Πρόσεξε να μην πέσεις στο στόμα της· είναι κουτσομπόλα. το άκουσα από το ίδιο του το στόμα, από τον ίδιο. παίρνω κτ. από το στόμα κάποιου, λέω αυτό ακριβώς που ήθελε να πει εκείνη τη στιγμή: Mου το πήρες από το στόμα. έχω κτ. στο στόμα μου, είμαι έτοιμος να το πω. από στόμα σε στόμα, για κτ. που μεταδίδεται ή διαδίδεται προφορι κά. με ένα στόμα (με μια φωνή), ομόφωνα. στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, είναι πο λύ λιγόλογος. με μισό στόμα, απρόθυμα: Συμφώνησε με μισό στόμα. κρέμομαι από το στόμα κάποιου, με συναρπάζει η ομιλία του ή δίνω μεγάλη σημασία στα λόγια του: Tο ακροατήριο κρεμόταν από το στόμα του. κάποιος έχει μέλι στο στόμα του, είναι γλυκομίλητος. γεια* στο στόμα σου. (ευχή) από το στόμα σου και στου Θεού τ΄ αυτί, να βοηθήσει ο Θεός να γίνει αυτό που είπες. (λόγ.) διά στόματος του (τάδε), για κτ. που είπε το ίδιο το πρόσωπο και όχι κάποιος άλλος. || ο άνθρωπος που μιλάει: Είναι στόμα απύλωτο, για αυθάδη και φιλοκατήγορο. Είναι βρόμικο στόμα, για αισχρολόγο· βρομόστομα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.