θυμάμαι θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ευρώπη ώστε να είναι και πάλι uh ... εννοώ που κατέχει αυτόν δεν έχουν δεν έχουν πρόβλημα με αυτό, αλλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι i can θυμάμαι δέκα ετών όταν πήρε μια κίνηση ανοσολογική προσοχή στο γεγονός ότι, για ίδιο και ήταν περίπου δέκα υποθέτω και δεκαπέντε μια τότε και εσείς θα τα πέντε τρανζίστορ δώδεκα Μονρόβια κρατώντας αυτή τη φορά κινούμενα λύτρα συνέντευξη αποκατάσταση του έργου κατά ένα ελαστικό άνθρωπος καθόλου την ηθική άκαμπτο τον πάρει πήρα ένα τηλεφώνημα από έναν από τους γείτονές του ότι ήταν φωτογραφία των κοριτσιών με ένα άλλο παιδί ανακτήσει τους κρέμεται έξω εργασίας | Dozent ist wirklich herauszufinden, die kleinste in den Schulen, aber wir gingen aber jedes Mal die Renditen mehr bestimmt nie zum Leben machen miserabel für die um ihn herum dauerte fünfzehn planen wir wieder in der Gerichtshof die oder zu Europa ist es wieder uh ... bedeuten das hält ihn nicht haben keine Mühe mit, dass aber für länger als ich merken 10 Jahre alt, als er bekam eine Bewegung Immun Aufmerksamkeit auf die Tatsache, dass für gleichen, und er war etwa zehn ich denke, und fünfzehn ein dann und Sie werden alle fünf Transistoren zwölf monrovia halten dieses Mal animierte Interview Lösegeld Wiederherstellung Projekt gegen einen Mann elastischen überhaupt die moralische starren ihn abholen Ich bekam einen Anruf von einem seiner Nachbarn dass er Foto der Mädchen mit ein anderes Kind wiederherstellen hanging out arbeiten Übersetzung nicht bestätigt |
ROMEO Επιτρέψτε μου να βρίσκομαι εδώ μέχρι εσύ το θυμάμαι. | ROMEO Ich stehe hier bis du es merken. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | θυμάμαι, θυμούμαι | θυμόμαστε, θυμούμαστε |
θυμάσαι | θυμάστε, θυμόσαστε | ||
θυμάται | θυμούνται, θυμόνται | ||
Imper fekt | θυμόμουν(α) | θυμόμαστε, θυμούμαστε, θυμόμασταν | |
θυμόσουν(α) | θυμόσαστε, θυμόσασταν | ||
θυμόταν(ε) | θυμόνταν(ε), θυμούνταν, θυμόντουσαν | ||
Aorist | θυμήθηκα | θυμηθήκαμε | |
θυμήθηκες | θυμηθήκατε | ||
θυμήθηκε | θυμήθηκαν, θυμηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω θυμηθεί είμαι θυμισμένος, -η | έχουμε θυμηθεί είμαστε θυμισμένοι, -ες | |
έχεις θυμηθεί είσαι θυμισμένος, -η | έχετε θυμηθεί είστε θυμισμένοι, -ες | ||
έχει θυμηθεί είναι θυμισμένος, -η, -ο | έχουν θυμηθεί είναι θυμισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα θυμηθεί ήμουν θυμισμένος, -η | είχαμε θυμηθεί ήμαστε θυμισμένοι, -ες | |
είχες θυμηθεί ήσουν θυμισμένος, -η | είχατε θυμηθεί ήσαστε θυμισμένοι, -ες | ||
είχε θυμηθεί ήταν θυμισμένος, -η, -ο | είχατε θυμηθεί ήταν θυμισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα θυμάμαι, | θα θυμόμαστε, | |
θα θυμάσαι | θα θυμάστε, | ||
θα θυμάται | θα θυμούνται, | ||
Fut ur | θα θυμηθώ | θα θυμηθούμε | |
θα θυμηθείς | θα θυμηθείτε | ||
θα θυμηθεί | θα θυμηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω θυμηθεί θα είμαι θυμισμένος, -η | θα έχουμε θυμηθεί | |
θα έχεις θυμηθεί θα είσαι θυμισμένος, -η | θα έχετε φαντάστει | ||
θα έχει θυμηθεί | θα έχουν θυμηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να θυμάμαι, | να θυμόμαστε, |
να θυμάσαι | να θυμάστε, | ||
να θυμάται | να θυμούνται, | ||
Aorist | να θυμηθώ | να θυμηθούμε | |
να θυμηθείς | να θυμηθείτε | ||
να θυμηθεί | να θυμηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω θυμηθεί | να έχουμε θυμηθεί | |
να έχεις θυμηθεί να είσαι θυμισμένος, -η | να έχετε θυμηθεί | ||
να έχει θυμηθεί | να έχουν θυμηθεί | ||
Imper ativ | Pres | θυμάστε | |
Aorist | θυμήσου | θυμηθείτε | |
Part izip | Pres | θυμούμενος | |
Perf | θυμισμένος, -η, -ο | θυμισμένοι, -ες, -α | |
Infin | Aorist | θυμηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | merke | ||
du | merkst | |||
er, sie, es | merkt | |||
Präteritum | ich | merkte | ||
Konjunktiv II | ich | merkte | ||
Imperativ | Singular | merke! merk! | ||
Plural | merkt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemerkt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:merken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | denke zurück | ||
du | denkst zurück | |||
er, sie, es | denkt zurück | |||
Präteritum | ich | dachte zurück | ||
Konjunktiv II | ich | dächte zurück | ||
Imperativ | Singular | denk zurück! denke zurück! | ||
Plural | denkt zurück! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zurückgedacht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zurückdenken |
θυμάμαι [θimáme] & θυμούμαι [θimúme] : διατηρώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου παραστάσεις από πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα που ανήκουν σε μια εμπειρία του παρελθόντος. ANT ξεχνώ: Δεν μπορώ να τον θυμηθώ καθόλου. Ποιος τον θυμάται πια αυτόν; θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, τα αναπολώ. Δε θυμάμαι πού ακούμπησα τα κλειδιά μου. θυμάμαι πολύ καλά ότι δε μου ξόφλησες το χρέος. || Σου στέλνω αυτό το μικρό δώρο για να με θυμάσαι, για να με σκέφτεσαι. (έκφρ.) να μου το θυμηθείς / θα μου το θυμηθείς / να με θυμηθείς / θα με θυμηθείς, σε περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε σε κπ. τη σημασία, την αλήθεια των λόγων μας ή των προβλέψεών μας.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.