Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischστοίχημα Etymologie fehlt
παρακαλώ altgriechisch παρακαλέω / παρακαλῶ παρά + καλέω / καλῶ
τεχνική substantiviertes Femininum des Adjektivs: τεχνικός altgriechisch τεχνικός τέχνη indoeuropäisch (Wurzel) *teḱs-neh₂ *teḱs- (ξυλουργώ)
συνέδριο altgriechisch συνέδριον σύν + ἕδρα ((Lehnbedeutung) französisch congrès[1])
μέλλον substantiviertes Neutrum της μετοχής μέλλων, μέλλουσα, μέλλον του ρήματος μέλλω
διαχείριση altgriechisch διαχείρισις
κατάστημα (Lehnübersetzung) französisch établissement
εξοπλισμός von μεταγενέστερο ἐξοπλισμός. Από το ρήμα ἐξοπλίζω.
διοίκηση altgriechisch διοίκησις
νοσοκομείο Koine-Griechisch νοσοκομεῖον νοσοκόμος altgriechisch νόσος + κομέω
ΔΦΑ : /ðu.ˈli.a/
φεστιβάλ französisch festival
υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω
παπούτσι mittelgriechisch παπούτσι türkisch papuç παλαιοτουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) persisch پاپوش (pā-puš) پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) ( پوشیدن (pušidan: καλύπτω)
ματιά μάτι
εξέλιξη altgriechisch ἐξέλιξις
ωστόσο ως + τόσο
κοινότητα κοινός + -ότητα
βράδυ substantiviertes Neutrum des altgriechischen επιθέτου βραδύς με αλλαγή του τονισμού
αστυνομικός altgriechisch ἀστυνομικός
προστασία altgriechisch προστασία προστάτης προΐστημι
έναρξη Koine-Griechisch ἔναρξ(ις) + -ση
ΔΦΑ : /aŋ.gliˈka/
οικογένεια altgriechisch οἰκογένεια οἰκογενής (δούλος)
μετάφραση Koine-Griechisch μετάφρασις μεταφράζω μετά + φράζω
εποχή altgriechisch ἐποχή
επίπεδο επίπεδος
χρόνος κληρονομημένη von altgriechisch χρόνος
επίσκεψη altgriechisch ἐπίσκεψις
πρώην altgriechisch πρῴην προ- +ων +ην προ = πριν, ων = που υπάρχει, ην = υπήρχε αυτός που υπήρχε πριν αλλά ακόμη υπάρχει (διότι δεν πέθανε)
διάστημα
αντίθεση αντί+θέση
ακριβώς (λόγιο) altgriechisch ἀκριβῶς ἀκριβής
ζάντα französisch jant(e) + -α
κρίση altgriechisch κρίσις
ψύξη αρχαίο ψῦξις ψύχω
κριτική Etymologie fehlt
άμεσα άμεσος + -α
ταξί (entlehnt aus) französisch taxi taximètre deutsch Taxameter mittellateinisch taxa + altgriechisch μέτρον
γήπεδο γη + πεδ- (βλέπε πεδίο, πεδιάδα)
βέβαια βεβαίως βέβαιος
χρήστης (λόγια λέξη) θέμα χρήσ- von αρχαίο ρήμα χρῶμαι + -της. Η αρχαία λέξη χρήστης είχε διαφορετικές σημασίες.
επιτυχία altgriechisch ἐπιτυχία έπι+τύχη
ενδιαφέρον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ενδιαφέρων ((Lehnbedeutung) französisch interêt)
τάξη τάξις τάττω
νομός altgriechisch νομός νέμω
ανάγκη altgriechisch ἀνάγκη ἀν- + ἀγκή / ἀγκών proto-indogermanisch *h₂enǵʰ- (σφιχτός, στενός)
ράδιο neulateinisch radium lateinisch radius (ακτίνα)
ΔΦΑ : /pi.'ɔ.ti.ta/
περιστέρι mittelgriechisch περιστέριν Koine-Griechisch περιστέριον, υποκοριστικό για την altgriechisch περιστερά[1]
οδηγός altgriechisch ὁδηγός ὁδός + ἄγω
εξής altgriechisch ἑξῆς
ομόνοια altgriechisch ὁμόνοια
γραμμή altgriechisch γραμμή γράφω
κλειδί mittelgriechisch κλειδί(ν) altgriechisch κλειδίον, υποκοριστικό του κλείς proto-griechisch *klāwī́ds proto-indogermanisch *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
επιχείρηση altgriechisch ἐπιχείρησις
φαγητό mittelgriechisch φαγητόν altgriechisch ἔφαγον, αόριστος του ρήματος ἐσθίω
προκειμένου altgriechisch προκειμένου προκείμενος πρόκειμαι πρό + κεῖμαι
πληροφορική substantiviertes Femininum des Adjektivs: πληροφορικός, (Lehnübersetzung) englisch informatics (λέξη που άρχισε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του 1950 μ.Χ.)
παρουσίαση παρουσιάζω + -ση ((Lehnübersetzung) französisch présentation)
ανάρτηση altgriechisch ἀνάρτησις
συλλογή altgriechisch συλλογή συλλέγω σύν + λέγω
πισίνα italienisch piscina lateinisch piscina piscis indoeuropäisch (Wurzel) *pisḱ-
κείμενο Koine-Griechisch κείμενον altgriechisch κεῖμαι proto-indogermanisch *ḱey- (κείμαι)
δίκτυο altgriechisch δίκτυον
διάθεση altgriechisch διάθεσις διατίθημι διά + τίθημι (=θέτω)
γκολ englisch goal
αστυνομία altgriechisch ἀστυνομία ἀστυνόμος ἄστυ + νέμω
αστρονομία άστρο + -νομία ( νέμω)
μείωση μειώνω μείων
λύκειο altgriechisch Λύκειον
παρουσία altgriechisch παρουσία πάρειμι παρά + εἰμί
όμιλος (λόγιο) altgriechisch ὅμιλος ὁμός + -ιλος[1] ((Lehnbedeutung) französisch groupe[2] siehe auch ὁμιλία)
κλείσιμο κλείνω + -ιμο
έρευνα altgriechisch ἔρευνα
υπέρ altgriechisch ὑπέρ
στόχος altgriechisch στόχος indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)
Αυξήσεις στη μονή και διπλή ταρίφα ζητούν τα ταξί
είτε altgriechisch εἴτε εἰ + τε
δικαίωμα altgriechisch δικαίωμα (1.(Lehnbedeutung) französisch droit. 2.(Lehnbedeutung) französisch droits)
χώρος altgriechisch χῶρος indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
μονάδα altgriechisch μονάς, ενότητα, στην αιτιατική (μονάδα)
→ siehe: τοποθετώ
διαμονή altgriechisch διαμονή διαμένω διά + μένω ((Lehnbedeutung) französisch résidence)
διακόσμηση διακοσμώ + -ση ((Lehnübersetzung) französisch décoration)
.. η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή, της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, "Οι Αδελφές", Πεζοί Ρυθμοί, 1922)
παρόν substantiviertes Neutrum της μετοχής παρών
δίπλα διπλά διπλός Koine-Griechisch διπλός altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)
πλατεία substantiviertes Femininum des Adjektivs: πλατύς
νομίζω altgriechisch νομίζω
νησί altgriechisch νῆσος
μάχη altgriechisch μάχη
εκδήλωση εκδήλωσις εκδηλώνω + -σις (3. (Lehnübersetzung) (γαλλικά manifestation)
έγγραφο Koine-Griechisch έγγραφο Maskulinum von επιθέτου έγγραφος ως ουσ.
φώναζε δυνατά για να τον ακούσουν
γωνιά mittelgriechisch γωνιά altgriechisch γωνία
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.