{ο}  χρόνος Subst.  [chronos, xronos]

{der}    Subst.
(9880)
{das}  
Jahr (ugs.)
  Subst.
(1099)
{die}    Subst.
(2)
{das}  
Tempus (fachspr.)
  Subst.
(0)

Etymologie zu χρόνος

χρόνος κληρονομημένη von altgriechisch χρόνος


GriechischDeutsch
Λόγω της ρητής αναφοράς των εκκρεμούντων φακέλων στην αρχική αίτηση, η Επιτροπή κρίνει ότι ο αναγκαίος χρόνος για την επίτευξη της διεκπεραίωσής τους πρέπει να θεωρείται μια πλήρως δικαιολογημένη καθυστέρηση στην πληρωμή, η οποία επιτρέπει την εφαρμογή μηδενικού ποσοστού μείωσης σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 1 της απόφασης 2003/745/ΕΚ.Angesichts der ausdrücklichen Erwähnung der offenen Vorgänge im ursprünglichen Antrag ist die Kommission der Auffassung, dass die Zeit für deren Abschluss als stichhaltig begründete Zahlungsverzögerung zu betrachten ist, welche gemäß Artikel 4 Absatz 1 der Entscheidung 2003/745/EG die Anwendung des Nullprozentsatzes für eine Kürzung rechtfertigt.

Übersetzung bestätigt

Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων προέκυψε ότι χρειάζεται να δοθεί επαρκής χρόνος στους παραγωγούς για τη δέουσα αξιολόγηση της καταλληλότητας των στροφέων Faraday RIG ως προς τον επιβαλλόμενο από την οδηγία 2002/95/ΕΚ περιορισμό της χρήσης μολύβδου.Bei der Konsultation hat sich gezeigt, dass den Herstellern ausreichend Zeit für die angemessene Qualifikation von RIG-Faraday-Rotatoren mit der in der Richtlinie 2002/95/EG festgesetzten Beschränkung für Blei eingeräumt werden muss.

Übersetzung bestätigt

Προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στους υπευθύνους των επιχειρήσεων να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις που ορίζει η παρούσα απόφαση, δεν πρέπει αυτή να εφαρμοστεί πριν από τις 16 Ιουνίου 2009.Um den betroffenen Wirtschaftsteilnehmern genügend Zeit für die Anpassung an die Anforderungen dieser Entscheidung einzuräumen, sollte diese nicht vor dem 16. Juni 2009 Anwendung finden.

Übersetzung bestätigt

Τέλος, όταν οι βυθοκόροι παρέχουν βοήθεια στην ανοικτή θάλασσα κατόπιν αιτήματος δημόσιων αρχών, ο χρόνος ο οποίος αφιερώνεται άμεσα και αποκλειστικά στον σκοπό αυτό ωφελεί τις θαλάσσιες μεταφορές.Auch wenn Baggerschiffe auf Anfrage von Behörden Hilfsleistungen auf hoher See erbringen, sind sie in der dafür unmittelbar und ausschließlich aufgewandten Zeit für den Seeverkehr tätig.

Übersetzung bestätigt

Προκαθορισμένος χρόνος για την ενεργοποίηση της κατάστασης νάρκηςZeit bis Ruhezustand

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu χρόνος

FallSingularPlural
Nominativχρόνοςχρόνοι
Genitivχρόνουχρόνων
Akkusativχρόνοχρόνους
Vokativχρόνεχρόνοι
Επίσης Plural (ουδέτερο): τα χρόνια.
Η δοτική χρόνω (χρόνῳ) επιβιώνει σε τυποποιημένες εκφράσεις.
Και Genitiv πληθυντικού (προφορικό) για ηλικία: χρονών, χρονώ



Singular

Plural

Nominativdie Zeit

die Zeiten

Genitivder Zeit

der Zeiten

Dativder Zeit

den Zeiten

Akkusativdie Zeit

die Zeiten






Singular

Plural

Nominativdie Zeitform

die Zeitformen

Genitivder Zeitform

der Zeitformen

Dativder Zeitform

den Zeitformen

Akkusativdie Zeitform

die Zeitformen




Singular

Plural

Nominativdas Tempus

die Tempora

Genitivdes Tempus

der Tempora

Dativdem Tempus

den Tempora

Akkusativdas Tempus

die Tempora




Griechische Definition zu χρόνος

χρόνος ο [xrónos] πληθ. και τα χρόνια στις σημ. 3, 4, γεν. πληθ. και χρονών στη σημ. 4 : 1.(χωρίς πληθ.) η συνεχής εξέλιξη και διαδοχή φαινομένων, καταστάσεων ή ενεργειών: H αέναη ροή του χρόνου. Ο χρόνος είναι η τέταρτη διάσταση σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας. Όργανα για τη μέτρηση του χρόνου. Σωστός / λάθος υπολογισμός χρόνου. Λάθος εκτίμηση του χρόνου. Ο χρόνος τρέχει / κυλά / φεύγει / δε σταματά / δε γυρίζει πίσω. Mε την πάροδο του χρόνου η κατάσταση βελτιώνεται. Ο χρόνος απαλαίνει τις πληγές. Ο χρόνος σβήνει τις αναμνήσεις. Tίποτα δεν αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου. Ο πανδαμάτωρ χρόνος. Σε χρόνο ρεκόρ, πάρα πολύ γρήγορα. Aντικείμενα / γραπτά που έχουν τη σφραγίδα του χρόνου, που είναι παλαιά. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, βοηθάει να ξεχάσουμε τα δυσάρεστα γεγονότα. (έκφρ.) η πατίνα* του χρόνου. σε ανύποπτο* χρό νο. εκτός τόπου* και χρόνου. (λόγ.) το πλήρωμα* του χρόνου. (απαρχ.) συν τω χρόνω, με τον καιρό, με την πάροδο του χρόνου. ΦΡ ο χρόνος είναι χρήμα*. ο χρόνος δουλεύει για κπ., κάθε παράταση ή καθυστέρηση είναι προς το συμφέρον κάποιου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback