επίσκεψη altgriechisch ἐπίσκεψις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Συνεπώς, σύμφωνα με την απόφαση της Διάσκεψης, είναι σαφές ότι κατά τα έτη που απομένουν ως το 2012, τα δύο συμβαλλόμενα κράτη που είναι κάτοχοι χημικών όπλων θα φιλοξενήσουν κι άλλες τέτοιες επισκέψεις στις λειτουργικές εγκαταστάσεις καταστροφής χημικών όπλων που διαθέτουν και σε εγκαταστάσεις υπό κατασκευή. | Deshalb steht fest, dass im Einklang mit dem Beschluss der Konferenz der Vertragsstaaten bei beiden Eigner-Vertragsstaaten in den verbleibenden Jahren bis 2012 weitere Besuche ihrer in Betrieb befindlichen sowie ihrer derzeit in Bau befindlichen Anlagen stattfinden werden. Übersetzung bestätigt |
Οι τρεις πραγματοποιηθείσες επισκέψεις έχουν αποτελέσει πολύτιμο μέσο για να απαντηθούν ερωτήματα ή προβληματισμοί σχετικά με το πρόγραμμα που εφαρμόζουν τα συμβαλλόμενα κράτη που είναι κάτοχοι χημικών όπλων για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την καταστροφή των χημικών όπλων τους εντός της καθορισμένης παραταθείσας προθεσμίας. | Diese drei bisher durchgeführten Besuche haben sich als hilfreich dabei erwiesen, bestehende Fragen oder Bedenken hinsichtlich des Programms auszuräumen, das der jeweilige Eigner-Vertragsstaat sich gesteckt hat, um seinen Verpflichtungen zur Vernichtung seiner chemischen Waffen innerhalb der gebilligten Fristverlängerung nachzukommen. Übersetzung bestätigt |
Επισκέψεις σε εγκαταστάσεις καταστροφής χημικών όπλων (CWDFs): Έως τώρα, έχουν πραγματοποιηθεί τρεις επισκέψεις — στην εγκατάσταση καταστροφής χημικών όπλων στο Anniston στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Οκτώβριος 2007), στην εγκατάσταση στο Shchuchye στη Ρωσική Ομοσπονδία (Σεπτέμβριος 2008), και στις εγκαταστάσεις Pueblo και Umatilla επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Ιούνιος 2009). | Besuche von Bisher haben zwei Besuche stattgefunden, und zwar wurden im Oktober 2007 die in Anniston (Vereinigte Staaten von Amerika), im September 2008 die Anlage von Schtschutschje (Russische Föderation) sowie im Juni 2009 die Anlagen in Pueblo und in Umatilla (ebenfalls in den Vereinigten Staaten) besucht. Übersetzung bestätigt |
Επιπροσθέτως και κατά περίπτωση, ειδικά προσαρμοσμένες επισκέψεις και διακανονισμοί με τη συμμετοχή κρατών που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη προβλέπονται επίσης σε αυτό το πλαίσιο στήριξης κρατών που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη. | Im Rahmen dieser Maßnahmen zur Unterstützung von Nichtvertragsstaaten können zusätzlich und bedarfsabhängig auch auf diese Nichtvertragsstaaten zugeschnittene Besuche vereinbart und Absprachen getroffen werden. Übersetzung bestätigt |
Η επιτόπια επίσκεψη πραγματοποιήθηκε από δύο υπαλλήλους της ΓΔ Ανταγωνισμός και από έναν εμπειρογνώμονα για τη χαλυβουργία της ΓΔ Επιχειρήσεις και βιομηχανία. | Der Besuch wurde von zwei Beamten der GD Wettbewerb und einem auf Fragen der Stahlindustrie spezialisierten Experten der GD Unternehmen und Industrie durchgeführt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Deutsche Synonyme |
---|
Besuch |
(jemandes) Kommen |
(jemandes) Erscheinen |
επίσκεψη η [epískepsi] : 1.μετάβαση σε άλλον τόπο χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σ΄ αυτόν: Kάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι. α. μετάβαση σε κπ. τόπο, που γίνεται με στόχο ιδίως τη γνώση, την αναψυχή κτλ.: επίσκεψη σε μουσείο / σε έκθεση. Bιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει την επίσκεψή του στην Ελλάδα. β. η μετάβαση κάποιου, συνήθ. ιεραρχικά ανώτερου, η οποία γίνεται σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκερκιμένο σκοπό στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας: H επίσκεψη του νομάρχη / του μητροπολίτη στα χωριά του νομού / της μητρόπολής του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.