επισκέπτομαι (λόγιο) altgriechisch ἐπισκέπτομαι ἐπι- + σκέπτομαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Φυσικά, επισκέπτομαι τακτικά φυλακές στις αναπτυσσόμενες χώρες. Να είστε βέβαιοι λοιπόν ότι είμαι ασφαλώς σε θέση να εκτιμήσω αυτά τα θεματα. | Ich habe regelmäßig Gelegenheit, Gefängnisse in Entwicklungsländern zu besuchen, und kann Ihnen sagen, dass ich deshalb sehr an diesen Fragen interessiert bin. Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον, δεν είμαι ικανοποιημένος με το να σας εξηγώ απλά τα πράγματα εδώ· θα τα εξηγήσω επίσης σε κάθε πρωτεύουσα και, έτσι, όπως ακριβώς υποσχέθηκα, κάθε εβδομάδα θα επισκέπτομαι μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και σε καθεμία από αυτές τις πρωτεύουσες θα πραγματοποιώ συνάντηση πρακτικής εργασίας με τους εθνικούς αξιωματούχους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των οδηγιών μας: σχετικά με τα επαγγελματικά προσόντα, τις υπηρεσίες και τις δημόσιες συμβάσεις. | Außerdem gebe ich mich nicht damit zufrieden, Ihnen gegenüber hier lediglich Sachverhalte zu erklären; ich werde sie auch in jeder Hauptstadt erklären und demnach wie versprochen jede Woche eine europäische Hauptstadt besuchen. In jeder Hauptstadt werde ich mit den nationalen Beamten, die für die Umsetzung unserer Richtlinien zuständig sind, einen Workshop abhalten: zu beruflichen Qualifikationen, Dienstleistungen und öffentlichen Aufträgen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επισκέπτομαι | επισκεπτόμαστε |
επισκέπτεσαι | επισκέπτεστε, επισκεπτόσαστε | ||
επισκέπτεται | επισκέπτονται | ||
Imper fekt | επισκεπτόμουν(α) | επισκεπτόμαστε, επισκεπτόμασταν | |
επισκεπτόσουν(α) | επισκεπτόσαστε | ||
επισκεπτόταν(ε) | επισκέπτονταν | ||
Aorist | επισκέφτηκα, επισκέφθηκα | επισκεφτήκαμε, επισκεφθήκαμε | |
επισκέφτηκες, επισκέφθηκες | επισκεφτήκατε, επισκεφθήκατε | ||
επισκέφτηκε, επισκέφθηκε | επισκέφτηκαν, επισκεφτήκαν(ε), επισκέφθηκαν, επισκεφθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω επισκεφτεί έχω επισκεφθεί | έχουμε επισκεφτεί έχουμε επισκεφθεί | |
έχεις επισκεφτεί έχεις επισκεφθεί | έχετε επισκεφτεί έχετε επισκεφθεί | ||
έχει επισκεφτεί έχει επισκεφθεί | έχουν επισκεφτεί έχουν επισκεφθεί | ||
Plu per fekt | είχα επισκεφτεί είχα επισκεφθεί | είχαμε επισκεφτεί είχαμε επισκεφθεί | |
είχες επισκεφτεί είχες επισκεφθεί | είχατε επισκεφτεί είχατε επισκεφθεί | ||
είχε επισκεφτεί είχε επισκεφθεί | είχαν επισκεφτεί είχαν επισκεφθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επισκέπτομαι | θα επισκεπτόμαστε | |
θα επισκέπτεσαι | θα επισκέπτεστε, θα επισκεπτόσαστε | ||
θα επισκέπτεται | θα επισκέπτονται | ||
Fut ur | θα επισκεφτώ, θα επισκεφθώ | θα επισκεφτούμε, θα επισκεφθούμε | |
θα επισκεφτείς, θα επισκεφθείς | θα επισκεφτείτε, θα επισκεφθείτε | ||
θα επισκεφτεί, θα επισκεφθεί | θα επισκεφτούν(ε), θα επισκεφθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επισκεφτεί θα έχω επισκεφθεί | θα έχουμε επισκεφτεί θα έχουμε επισκεφθεί | |
θα έχεις επισκεφτεί θα έχεις επισκεφθεί | θα έχετε επισκεφτεί θα έχετε επισκεφθεί | ||
θα έχει επισκεφτεί θα έχει επισκεφθεί | θα έχουν επισκεφτεί θα έχουν επισκεφθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επισκέπτομαι | να επισκεπτόμαστε |
να επισκέπτεσαι | να επισκέπτεστε, να επισκεπτόσαστε | ||
να επισκέπτεται | να επισκέπτονται | ||
Aorist | να επισκεφτώ, να επισκεφθώ | να επισκεφτούμε, να επισκεφθούμε | |
να επισκεφτείς, να επισκεφθείς | να επισκεφτείτε, να επισκεφθείτε | ||
να επισκεφτεί, να επισκεφθεί | να επισκεφτούν(ε), να επισκεφθούν(ε) | ||
Perf | να έχω επισκεφτεί να έχω επισκεφθεί | να έχουμε επισκεφτεί να έχουμε επισκεφθεί | |
να έχεις επισκεφτεί να έχεις επισκεφθεί | να έχετε επισκεφτεί να έχετε επισκεφθεί | ||
να έχει επισκεφτεί να έχει επισκεφθεί | να έχουν επισκεφτεί να έχουν επισκεφθεί | ||
Imper ativ | Pres | επισκέπτεστε | |
Aorist | επισκέψου | επισκεφτείτε, επισκεφθείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | επισκεφτεί, επισκεπτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | besuche | ||
du | besuchst | |||
er, sie, es | besucht | |||
Präteritum | ich | besuchte | ||
Konjunktiv II | ich | besuchte | ||
Imperativ | Singular | besuch! besuche! | ||
Plural | besucht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
besucht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:besuchen |
επισκέπτομαι [episképtome] Ρ4β : κάνω επίσκεψη. α. πηγαίνω σε άλλον τόπο ιδίως με σκοπό τη γνώση ή την αναψυχή: επισκέπτομαι μια χώρα / μια πόλη / μια έκθεση / ένα βιβλιοπωλείο. Yπάρχουν Aθηναίοι που δεν έχουν επισκεφθεί την Aκρόπολη. β. (συνήθ. για κπ. ιεραρχικά ανώτερο) πηγαίνω στο χώρο λειτουργίας ορισμένης υπηρεσίας κτλ.: Ο υπουργός άμυνας θα επισκεφθεί στρατιωτικές μονάδες. γ. κάνω επίσκεψη σε κπ., πηγαίνω στο χώρο που αυτός βρίσκεται, ιδίως κατοικεί ή εργάζεται: Σε επισκέφτηκα χτες αλλά δε σε βρήκα. Εμπορικός αντιπρόσωπος που επισκέπτεται τους πελάτες του. Επισκέπτεται φυλακισμένους / γηροκομεία. Ο ξένος επίσημος επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. || (ειρ., για κπ. ή για κτ. ανεπιθύμητο): Mας επισκέφτηκε ένας κλέφτης / ο δοσατζής / η γρίπη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.