μαθαίνω Verb  [matheno, mathainw]

  Verb
(84)
  Verb
(26)
  Verb
(1)

Etymologie zu μαθαίνω

μαθαίνω mittelgriechisch μαθαίνω altgriechisch ἔμαθον, αόριστος β’ τού μανθάνω proto-indogermanisch *mn̥(s)-dʰh₁- *men- (μιμνήσκω) + *dʰeh₁- (τίθημι)


GriechischDeutsch
Vladimir, μόλις χθες άρχισα να μαθαίνω πώς να προεδρεύω στο Σώμα αλλά είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς παλιούς φίλους να έρχονται στο Σώμα.Wladimir, ich bin erst seit gestern Parlamentspräsident, und da muss ich noch lernen, wie ich mich zu verhalten habe, aber es ist gut, alte Freunde in diesem Haus zu sehen.

Übersetzung bestätigt

Και, θα έλεγα, όλα αυτά στη σημερινή εποχή μπορούν να συμπεριληφθούν σε δύο απλές λέξεις. Πρέπει να μαθαίνω, να μαθαίνω.Und ich würde sagen, dass dies alles in der heutigen Zeit in drei Worten zusammengefasst werden kann: Lernen, lernen und nochmals lernen.

Übersetzung bestätigt

εισηγήτρια. (DE) Κύριε Πρόεδρε, κύριε Επίτροπε, οι τίτλοι της ανακοίνωσης και του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για το θέμα της εκπαίδευσης ενηλίκων "ποτέ δεν είναι αργά για μάθηση" και στα γερμανικά "Man lernt nie aus" ("όσο ζω, μαθαίνω") είναι γνωστές ρήσεις που ωστόσο αν τις διαβάσει κανείς προσεκτικά, βλέπει ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι βασικά και μία ομολογία παλιότερων παραλείψεων της ευρωπαϊκής πολιτικής για την παιδεία."Es ist nie zu spät zu lernen", und "Man lernt nie aus". Die beiden Titel der Mitteilung und des Aktionsplans der Kommission zum Thema Erwachsenenbildung sind ja überall ganz bekannte Sprüche, die aber, wenn man sie genau liest, in diesem Fall eigentlich auch ein Eingeständnis früherer Versäumnisse in der europäischen Bildungspolitik sind.

Übersetzung bestätigt

Μπορεί να σφάλλω, δεν εκδηλώνω όμως καμιά επιθετικότητα ούτε απέναντί σας ούτε απέναντι σε κανέναν, και είμαι πάντοτε διατεθειμένος να μαθαίνω.Ich kann mich irren, aber ich hege keinerlei Aggressionen weder gegen Sie noch gegen einen anderen, und ich bin stets bereit zu lernen.

Übersetzung bestätigt

Να όμως τι έχω αρχίσει να μαθαίνω, που είναι πολύ ενδιαφέρον:Aber ich begann folgende interessante Sache zu lernen:

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu μαθαίνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαθαίνωμαθαίνουμε, μαθαίνομε
μαθαίνειςμαθαίνετε
μαθαίνειμαθαίνουν(ε)
Imper
fekt
μάθαιναμαθαίναμε
μάθαινεςμαθαίνατε
μάθαινεμάθαιναν, μαθαίναν(ε)
Aoristέμαθαμάθαμε
έμαθεςμάθατε
έμαθεέμαθαν, μάθαναν(ε)
Per
fekt
έχω μάθειέχουμε μάθει
έχεις μάθειέχετε μάθει
έχει μάθειέχουν μάθει
Plu
per
fekt
είχα μάθειείχαμε μάθει
είχες μάθειείχατε μάθει
είχε μάθειείχαν μάθει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαθαίνωθα μαθαίνουμε, θα μαθαίνομε
θα μαθαίνειςθα μαθαίνετε
θα μαθαίνειθα μαθαίνουν(ε)
Fut
ur
θα μάθωθα μάθουμε, θα μάθομε
θα μάθειςθα μάθετε
θα μάθειθα μάθουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μάθειθα έχουμε μάθει
θα έχεις μάθειθα έχετε μάθει
θα έχει μάθειθα έχουν μάθει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαθαίνωνα μαθαίνουμε, να μαθαίνομε
να μαθαίνειςνα μαθαίνετε
να μαθαίνεινα μαθαίνουν(ε)
Aoristνα μάθωνα μάθουμε, να μάθομε
να μάθειςνα μάθετε
να μάθεινα μάθουν(ε)
Perfνα έχω μάθεινα έχουμε μάθει
να έχεις μάθεινα έχετε μάθει
να έχει μάθεινα έχουν μάθει
Imper
ativ
Presμάθαινεμαθαίνετε
Aoristμάθεμάθετε
Part
izip
Presμαθαίνοντας
Perfέχοντας μάθει
InfinAoristμάθει









Griechische Definition zu μαθαίνω

μαθαίνω [maθéno] -ομαι Ρ αόρ. έμαθα, απαρέμφ. μάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. μαθημένος* : αποκτώ γνώση, πληροφορούμαι κτ.: Έμαθα από το δικηγόρο μου το αποτέλεσμα της δίκης. Πρέπει να μάθω την αλήθεια. Έμαθα ότι με ζήτησες και ήρθα. Tα έμαθες τα νέα; - Όχι· τι έγινε; (γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια*. 1α. αποκτώ γνώσεις, ιδίως ένα σύνολο γνώσεων, με πνευματική εργασία ή με συνεχή άσκηση: μαθαίνω μια τέχνη / μια ξένη γλώσσα. μαθαίνω γράμματα, σπουδάζω. Ο άνθρωπος από τη φύση του θέλει πάντα να μαθαίνει. μαθαίνω να κάνω κτ., αποκτώ τη σχετική γνώση ή πείρα. μαθαίνω να διαβάζω / να παίζω κιθάρα. ΠAΡ Mάθε τέχνη* κι άσ΄ τηνε, κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε. β. κάνω κτήμα μου, αφομοιώνω ορισμένη γνώση ή διδασκαλία: Πολύ δύσκολο αυτό το μάθημα· δε μαθαίνεται εύκολα. μαθαίνω κτ. απ΄ έξω, το αποστηθίζω. γ. εξοικειώνομαι με κτ. ή το συνηθίζω: μαθαίνω το πιοτό / το κάπνισμα. Στο στρατό έμαθα το τσιγάρο. Έμαθε να ζει χωρίς να δουλεύει. Δεν έχω μάθει να ξυπνώ νωρίς. ΠAΡ Tώρα στα γεράματα* μάθε γέρο γράμματα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback