επιτυχία altgriechisch ἐπιτυχία έπι+τύχη
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τούτο εμφανίζεται απαραίτητο για την επιτυχία του σχεδίου αφού αντισταθμίζει τις υψηλότερες τιμές των βιοκαυσίμων σε σχέση με τα πετροχημικά που, τουλάχιστον προς στιγμής, δεν μπορούν να εξισωθούν μέσω επιστροφής του ειδικού φόρου αφού δεν έχει χορηγηθεί καμία σχετική εξουσιοδότηση. | Dies erscheint für den Erfolg des Plans unerlässlich, da auf diese Weise ein Ausgleich für den im Vergleich zu fossilen Brennstoffen höheren Preis von Biobrennstoffen geschaffen wird, der — zumindest derzeit — nicht durch eine Verbrauchsteuererstattung kompensiert werden kann, da noch keine entsprechende Bewilligung erteilt wurde. Übersetzung bestätigt |
Επίσης κατά τον χρόνο αυτόν δεν ήταν προβλέψιμη ούτε η επιτυχία του σχεδίου Sovello1. | Außerdem sei der Erfolg des Sovello1-Vorhabens zu diesem Zeitpunkt nicht vorhersehbar gewesen. Übersetzung bestätigt |
Η Γερμανία δηλώνει ότι η οριστική απόφαση για την υλοποίηση του Sovello2 λήφθηκε τον Ιούνιο του 2006 και στηρίχθηκε στους ακόλουθους λόγους: 1. στην συνεχιζόμενη ισχυρή άνοδο της ζήτησης στην αγορά, με την οποία διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα η διάθεση των προϊόντων, 2. στη σύναψη μακροχρόνιας σύμβασης για την προμήθεια πυριτίου, που αποτελεί την πρώτη ύλη (σύμβαση με την εταιρία REC, συναφθείσα τον Ιούνιο του 2006), 3. στην αποδεδειγμένη επιτυχία του πιλοτικού σχεδίου Sovello1 από τεχνικής και οικονομικής άποψης, αφού τον Ιούνιο του 2006 είχε επιτευχθεί η επιδιωκόμενη απόδοση, αλλά και σταθερός βαθμός απόδοσης των ηλιακών κυττάρων. | Deutschland erklärt, dass die endgültige Entscheidung über die Realisierung von Sovello2 im Juni 2006 aufgrund der folgenden Elemente getroffen wurde: 1. eine anhaltend stark wachsende Marktnachfrage, die den Absatz der Produkte langfristig sichert, 2. der Abschluss eines langfristigen Vertrags über die Belieferung mit dem Rohstoff Silizium (Vertrag mit REC im Juni 2006), 3. ein erwiesener technischer und wirtschaftlicher Erfolg des Pilotprojekts Sovello1 (der angestrebte Yield und ein stabiler Zellwirkungsgrad wurden im Juni 2006 erreicht). Übersetzung bestätigt |
Η κοινή διαχείριση στον τομέα της στρατηγικής και της επιχειρηματικής δράσης οφείλεται στην περίπτωση των Sovello1 και Sovello2 σε καθαρά εμπορικούς λόγους και δεν αποτελεί απαραίτητο όρο για την ύπαρξη και την επιτυχία των δύο σχεδίων. | Die gemeinsame Führung des strategischen und betrieblichen Bereichs habe im Falle von Sovello1 und Sovello2 rein kaufmännische Gründe und sei für die Existenz und den Erfolg der beiden Vorhaben nicht unabdingbar. Übersetzung bestätigt |
Επίσης η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η σύντομη διάρκεια της δοκιμαστικής φάσης και η γρήγορη επιτυχία, καθώς και η εμπορική εκμετάλλευση σε πολύ λίγο χρόνο δεν θα πρέπει να αποτελέσουν εμπόδια για το χαρακτηρισμό του Sovello1 ως πιλοτικού σχεδίου. | Deutschland macht ferner geltend, dass die kurze Testphase und der schnelle Erfolg sowie die rasche kommerzielle Verwertung einer Einstufung von Sovello1 als Pilotprojekt nicht entgegenstehen sollten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Volltreffer | die Volltreffer |
Genitiv | des Volltreffers | der Volltreffer |
Dativ | dem Volltreffer | den Volltreffern |
Akkusativ | den Volltreffer | die Volltreffer |
επιτυχία η [epitixía] : 1α.το αποτέλεσμα του πετυχαίνω, το να καταλήγει μια ανθρώπινη ενέργεια στο επιθυμητό, στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. ANT αποτυχία: Mεγάλη / πλήρης / θριαμβευτική επιτυχία. H επιτυχία του μαθητή στις εξετάσεις / του αθλητή στους αγώνες. (ευχή) καλή επιτυχία. (έκφρ.) (πάω) από επιτυχία σε επιτυχία, πετυχαίνω συνεχώς. έχω / σημειώνω επιτυχία, πετυχαίνω: Ο χορός / η επιχείρηση σημείωσε μεγάλη επιτυχία. β. ως χαρακτηρισμός σωστής ή επιτυχημένης ενέργειας: Bρέθηκε ένα μόνο δελτίο προπό με δεκατρείς επιτυχίες. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θετικά στοιχεία ή αποτελέσματα, από αναγνώριση, ευτυχία, επαγγελματική άνοδο κτλ.: Xαίρεται με τις επιτυχίες των παιδιών του. Γίνεται / θεωρείται κτ. επιτυχία. Θεατρική / εκδοτική / καλλιτεχνική / επιστημονική επιτυχία. Tραγούδι που έγινε μεγάλη επιτυχία. Ερωτικές επιτυχίες. Πώς πάνε οι επιτυχίες;, για το ερωτικό ενδιαφέρον του άλλου φύλου. || για τραγούδι που έχει μεγάλη απήχηση στο κοινό, που αρέσει σε πολλούς: Kαλλιτεχνικό πρόγραμμα με ελληνικές και ξένες επιτυχίες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.