Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischσυνεδρίαση mittelgriechisch συνεδρίασις συνεδριάζομαι Koine-Griechisch συνεδριάζω altgriechisch σύνεδρος σύν + ἕδρα ( (Lehnbedeutung) deutsch Sitzung)
εκτίμηση Koine-Griechisch ἐκτίμησις altgriechisch ἐκτιμάω
κάπνισμα (καπνίζω) καπνισ- + -μα. siehe auch Koine-Griechisch κάπνισμα (θυμίαμα) καπνίζω[1]
καταστροφή Koine-Griechisch καταστροφή "ξέκαμα" altgriechisch καταστροφή
καθηγητής Koine-Griechisch καθηγητής καθηγέομαι κατά (καθ-) + ἡγέομαι (οδηγώ, προηγούμαι και δείχνω το δρόμο)
ορισμός (λόγιο) altgriechisch ὁρισμός ὁρίζω ὅρος. Για τη σημασία «επιθυμία, διαταγή», Koine-Griechisch ὁρισμός (ψήφισμα, θέσπισμα)[1]
οδήγηση Koine-Griechisch ὁδήγησις altgriechisch ὁδηγῶ ὁδός + -ηγῶ ἄγω
νωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ
τεύχος Koine-Griechisch τεῦχος (=κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής) altgriechisch τεῦχος (=εργαλείο, όπλο) τεύχω (=φτιάχνω, κατασκευάζω) indoeuropäisch (Wurzel) *dheugh- (> τυγχάνω)
τρόφιμο Koine-Griechisch τρόφιμον altgriechisch τρόφιμος
μνημόνιο Koine-Griechisch μνημόνιον altgriechisch μνήμων ((Lehnübersetzung) neulateinisch memorandum)
επιθεώρηση Koine-Griechisch ἐπιθεώρησις ((Lehnbedeutung) französisch inspection / revue)
καταγωγή (λόγιο) Koine-Griechisch καταγωγή altgriechisch καταγωγή (αποβίβαση)[1] κατάγω κατά + ἄγω, ἀγωγή
προσέγγιση Koine-Griechisch προσέγγισις altgriechisch προσεγγίζω πρός + ἐγγίζω ἐγγύς
γκαλερί französisch galerie mittellateinisch galeria (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)
συνεργείο Koine-Griechisch συνέργειον altgriechisch συνεργός σύν + ἔργον
περιγιάλι mittelgriechisch περιγιάλι παραγιάλιν Koine-Griechisch παραιγιάλιος παρά + altgriechisch αἰγιαλός ἀΐσσω + ἅλς ( proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)
ένδυση Koine-Griechisch ἔνδυσις altgriechisch ἐνδύω ἐν + δύω
αντίδραση Koine-Griechisch ἀντίδρασις altgriechisch ἀντιδράω / ἀντιδρῶ ἀντί + δράω / δρῶ indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ- / drā- (δρω) ((Lehnbedeutung) französisch réaction)
έκπληξη Koine-Griechisch ἔκπληξις
κατανάλωση Koine-Griechisch κατανάλωσις ((Lehnbedeutung) französisch consommation)
συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- (μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch conséquence)
προέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch προελεύσομαι, μέλλοντας του προέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + έλευση
δείκτης Koine-Griechisch δείκτης
εκμάθηση Koine-Griechisch ἐκμάθησις altgriechisch ἐκμανθάνω
σημείωση Koine-Griechisch σημείωσις σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((Lehnübersetzung) französisch note)
οριστική Koine-Griechisch ὁριστική
χωρητικότητα Koine-Griechisch χωρητικός + -ότητα altgriechisch χῶρος ((Lehnübersetzung) französisch capacité)
διοργάνωση Koine-Griechisch διοργάνωσις διοργανόομαι / διοργανοῦμαι ὀργανόω / ὀργανῶ altgriechisch ὄργανον indoeuropäisch (Wurzel) *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)
σκάνδαλο Koine-Griechisch σκάνδαλον indoeuropäisch (Wurzel) *skand-
αποχή Koine-Griechisch ἀποχή altgriechisch ἀπέχω ἀπό + ἔχω (1.(Lehnbedeutung) französisch abstention)
εμβαδόν (λόγιο) Koine-Griechisch ἐμβαδόν εμ- + altgriechisch ἐμβαίνω ἐν + βαίνω
πλειοψηφία Koine-Griechisch πλειοψηφία altgriechisch πλείων + ψῆφος
εγκαίνια Koine-Griechisch ἐγκαίνια ἐν + καινός
ανταλλαγή Koine-Griechisch ἀνταλλαγή ἀνταλλάσσω ἀλλάσσω ἄλλος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂élyos ((Lehnbedeutung) französisch échange)
κώδικας Koine-Griechisch κῶδιξ lateinisch codex
καλλιέργεια Koine-Griechisch καλλιεργία καλλιεργέω, (Lehnbedeutung) französisch culture
εντύπωση Koine-Griechisch ἐντύπωσις altgriechisch ἐντυπόω / ἐντυπῶ ἔντυπος ἐν + τύπος ((Lehnübersetzung) französisch impression)
διεξαγωγή Koine-Griechisch διεξαγωγή διεξάγω διά + altgriechisch ἐξάγω ἐξ + ἄγω
μαγεία Koine-Griechisch μαγεία (αρχαία σημασία: θεολογία των Μάγων)[1] Μάγος αρχαία persisch (πβ. αρχαία persisch maγu-) indoeuropäisch (Wurzel) *meh₂gʰ- (ικανός, δυνατός, βοηθητικός, μάγος)
αντίληψη Koine-Griechisch ἀντίληψις altgriechisch ἀντιλαμβάνομαι ἀντί + λαμβάνω
ικανοποίηση ικανοποιώ + -ση Koine-Griechisch ἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ altgriechisch ἱκανός ( ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ
πιστοποιητικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: πιστοποιητικός Koine-Griechisch πιστοποιητικός πιστοποιέω ((Lehnübersetzung) französisch certificat)
καλαμιά (1-3) Koine-Griechisch καλαμεία / καλαμία altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos
τονίζω Koine-Griechisch τονίζω altgriechisch τόνος
κατάταξη Koine-Griechisch κατάταξις altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω
βάπτιση Koine-Griechisch βάπτισις
διακυβέρνηση Koine-Griechisch διακυβέρνησις altgriechisch διακυβερνάω διά + κυβερνάω proto-indogermanisch *kʷerb- (στρέφω) ή vorhellenistisch
γυμναστήριο Koine-Griechisch γυμναστήριον altgriechisch γυμνάσιον γυμνάζω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)
τυρί mittelgriechisch τυρίν Koine-Griechisch τυρίον (τυράκι) altgriechisch τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον proto-griechisch *tūrós (Mykenisches Griechisch : ????????: tu-ro /tūrós/) proto-indogermanisch *tuh₂-ró-s *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)
εκφράζω Koine-Griechisch ἐκφράζω
παρουσιάζω Koine-Griechisch παρουσιάζω altgriechisch παρουσία πάρειμι παρά + εἰμί ((Lehnübersetzung) französisch présenter)
εορτολόγιο Koine-Griechisch ἑορτολόγιον altgriechisch ἑορτή + -ο- + -λόγιο
πρόστιμο Koine-Griechisch πρόστιμον altgriechisch πρός + τιμή indoeuropäisch (Wurzel) *kʷi-mā- *kʷei- (πρόστιμο, αξία)
τοπίο mittelgriechisch τοπίο Koine-Griechisch τόπιον τόπος ( indoeuropäisch (Wurzel) *top- (κείμαι) ή *tekʷ-) (2. (Lehnbedeutung) französisch paysage)
συνταγή Koine-Griechisch συνταγή altgriechisch συντάσσω σύν + τάσσω (1,2 Lehnbedeutung από τη französisch recette)
εχεμύθεια Koine-Griechisch ἐχεμυθία + -εια (το -εια τίθεται λανθασμένα) ἔχω + μῦθος
ψέμα mittelgriechisch ψέμα Koine-Griechisch ψεῦμα altgriechisch ψεῦσμα ψεύδω
σχολιάζω Koine-Griechisch σχολιάζω σχόλιον altgriechisch σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
περίπτερο Koine-Griechisch περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περί + altgriechisch πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ) ((Lehnbedeutung) französisch kiosque)
πρόληψη Koine-Griechisch πρόληψις altgriechisch προλαμβάνω πρό + λαμβάνω (1. (Lehnbedeutung) französisch prévention. 2. (Lehnbedeutung) französisch préjugé. 3,4. (Lehnbedeutung) französisch prolepse)
γάτα Koine-Griechisch κάττα (τροπή κ > γ από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική ) spätlateinisch catta lateinisch cattus
παστίτσιο italienisch pasticcio δημώδης lateinisch *pasticium lateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο)
γεωγραφία Koine-Griechisch γεωγραφία altgriechisch γεωγράφος γεω- (γῆ) + γράφω
ζάχαρη mittelgriechisch ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) proto-indogermanisch *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)
ντροπή ντρέπομαι Koine-Griechisch ἐντρέπομαι ἐν+τρέπω
Αβραάμ Koine-Griechisch Ἀβραάμ hebräisch אברהם (πατέρας πολλών εθνών) όπως μετονομάστηκε ο Αβράμ (אברם) von Θεό (von βιβλίο της Γενέσεως (Κεφάλαιον ιζ'))
σκύλος Koine-Griechisch σκύλος altgriechisch σκύλαξ (κουτάβι)[1][2]
ανακύκλωση Koine-Griechisch ἀνακύκλωσις ἀνά + κύκλος ((Lehnbedeutung) (αγγλικά) recycling)
παραμονή Koine-Griechisch παραμονή altgriechisch παραμένω παρά + μένω
αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω
πιστοποίηση Koine-Griechisch πιστοποίησις πιστοποιέω
ξυλεία Koine-Griechisch ξυλεία ξυλεύω altgriechisch ξύλον
μετάδοση Koine-Griechisch μετάδοσις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάδοσις μεταδίδωμι μετά + δίδωμι
άλογο Koine-Griechisch ἄλογον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἄλογος (altgriechisch ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία
εξακολουθώ Koine-Griechisch ἐξᾰκολουθέω / ἐξακολουθῶ altgriechisch ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ ἀκόλουθος ἀ- + κέλευθος proto-indogermanisch *kel-
διαμαρτυρία Koine-Griechisch διαμαρτυρία altgriechisch διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ μαρτυρέω / μαρτυρῶ μάρτυς
σημείωμα Koine-Griechisch σημείωμα σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((Lehnübersetzung) französisch noter)
γύρος Koine-Griechisch γῦρος altgriechisch γυρός (στρογγυλός) που σχετίζεται ίσως με εικαζόμενη indoeuropäisch (Wurzel) *geu- η οποία πιθανολογείται ότι σήμαινε κάμπτω, κυρτώνω
πουλί mittelgriechisch πουλλίν Koine-Griechisch πουλλίον, υποκοριστικό του ποῦλλος (πωλίον, πῶλος) lateinisch pullus. siehe auch πουλάρι.[1][2]
αντικατάσταση Koine-Griechisch ἀντικατάστασις altgriechisch ἀντικαθίστημι ἀντί + καθίστημι κατά + ἵστημι
οινοποιία Koine-Griechisch οἰνοποιία
ηθική Koine-Griechisch ἠθική altgriechisch ἠθικός ἦθος
εκστρατεία Koine-Griechisch ἐκστρατεία altgriechisch ἐκστρατεύω (2.(Lehnbedeutung) französisch campagne)
σύσκεψη Koine-Griechisch σύσκεψις συσκέπτομαι σύν + altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
αστρολογία Koine-Griechisch ἀστρολογία (ίδια σημασία) altgriechisch ἀστρολογία (αστρονομία)
δουλεύω Koine-Griechisch δουλεύω altgriechisch δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)
επίκεντρο Koine-Griechisch ἐπίκεντρον, Maskulinum von ἐπίκεντρος ἐπί + altgriechisch κέντρον κεντέω / κεντῶ (2. (Lehnbedeutung) französisch épicentre· 3. (Lehnbedeutung) englisch epicenter)
αντιγραφή mittelgriechisch ἀντιγραφή Koine-Griechisch ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) altgriechisch ἀντιγραφή ἀντί + γραφή ((Lehnbedeutung) γαλλικά copie)
κατάρτιση Koine-Griechisch κατάρτισις altgriechisch καταρτίζω ἀρτίζω ἄρτι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-
χημεία französisch chimie alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
μοναστήρι mittelgriechisch μοναστήρι Koine-Griechisch μοναστήριον μοναστήριος μονάζω altgriechisch μόνος
αξιοπιστία Koine-Griechisch ἀξιοπιστία altgriechisch ἀξιόπιστος
επέμβαση Koine-Griechisch ἐπέμβασις altgriechisch ἐπέμβαίνω ἐπί + ἐμβαίνω ἐν + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch intervention)
περιοδεία Koine-Griechisch περιοδεία με σημασία: περιπολία
σάκχαρο Koine-Griechisch σάκχαρον / σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) proto-indogermanisch *ḱorkeh-: άμμος, πέτρα[1]
σύννεφο mittelgriechisch σύννεφο, substantiviertes Neutrum Koine-Griechisch σύννεφος[1] συν- + νέφος
δικός mittelgriechisch δικός Koine-Griechisch ἰδικός altgriechisch ἴδιος ἕ + -δ- + -ιος
ενδεχομένως Koine-Griechisch ἐνδεχομένως
ανάδειξη Koine-Griechisch ἀνάδειξις altgriechisch ἀναδείκνυμι δείκνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *deyḱ-
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.