{το}  σκάνδαλο Subst.  [skandalo, skanthalo]

{der}    Subst.
(899)

Etymologie zu σκάνδαλο

σκάνδαλο Koine-Griechisch σκάνδαλον indoeuropäisch (Wurzel) *skand-


GriechischDeutsch
1.8 Τα γνωστά σκάνδαλα σχετικά με την χειραγώγηση των επιτοκίων LIBOR και EURIBOR, αλλά και η ύπαρξη μεταγενέστερων ενδείξεων σχετικά με την χειραγώγηση των παραμέτρων αναφοράς των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή των τιμών του αργού πετρελαίου, των προϊόντων πετρελαίου και των βιοκαυσίμων, καταδεικνύουν την ανάγκη κανονιστικής ρύθμισης ενός ευρέος φάσματος δεικτών αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που χρησιμοποιούνται για τα ενεργειακά παράγωγα και τα βασικά προϊόντα.1.8 Die wohlbekannten Skandale um die Manipulation bei LIBOR und EURIBOR sowie anschließend bei den Benchmarks für die Wechselkurse sowie die Preise von Rohöl, Erdölerzeugnissen und Biokraftstoffen machen deutlich, dass ein breites Spektrum von Benchmarks reglementiert werden muss, auch diejenigen für Energiederivate und Rohstoffe.

Übersetzung bestätigt

2.2 Όπως προκύπτει από τα πρόσφατα σκάνδαλα, οι απάτες για την αύξηση των κερδών ή τη μείωση του κόστους παραγωγής παραμένουν επίκαιρες στην Ευρώπη· επίσης, τα εισαγόμενα προϊόντα δεν πληρούν πάντοτε τα ευρωπαϊκά πρότυπα και ανταγωνίζονται με αθέμιτο τρόπο τα προϊόντα ευρωπαϊκής προέλευσης.2.2 Wie die jüngsten Skandale zeigen, ist Betrug zur Mehrung der Profite oder zur Verringerung der Produktionskosten in Europa immer noch an Tagesordnung; überdies entsprechen Import­produkte nicht unbedingt den EU-Normen und können in unlauteren Wettbewerb zu Produkten europäischen Ursprungs treten.

Übersetzung bestätigt

2.2 Όπως προκύπτει από τα πρόσφατα σκάνδαλα, οι απάτες για την αύξηση των κερδών ή τη μείωση του κόστους παραγωγής παραμένουν επίκαιρες στην Ευρώπη· επίσης, τα εισαγόμενα προϊόντα δεν πληρούν πάντοτε τα ευρωπαϊκά πρότυπα και ανταγωνίζονται με αθέμιτο τρόπο τα προϊόντα ευρωπαϊκής προέλευσης.2.2 Wie die jüngsten Skandale zeigen, ist Betrug zur Mehrung der Profite oder zur Verringerung der Produktionskosten in Europa immer noch an Tagesordnung; überdies entsprechen Import­produkte nicht unbedingt den EU-Normen und können in unlauteren Wettbewerb zu Produk­ten europäischen Ursprungs treten.

Übersetzung bestätigt

2.3 Οι ταχείες δημογραφικές και κοινωνιακές αλλαγές, σε συνδυασμό με την τεράστια επιστημονική πρόοδο, καθώς και το πρόσφατο σκάνδαλο ελαττωματικών εμφυτευμάτων στήθους από σιλικόνη6, δημιούργησαν και επιτάχυναν την ανάγκη να αναθεωρηθεί το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.2.3 Rapide demografische und gesellschaftliche Veränderungen, ein enormer wissenschaftlicher Fortschritt sowie der jüngste Skandal mit mangelhaften silikonbefüllten Brustimplantaten6 haben allesamt zur Notwendigkeit einer Überarbeitung des aktuellen Rechtsrahmens geführt und diese beschleunigt.

Übersetzung bestätigt

2.3 Οι ταχείες δημογραφικές και κοινωνιακές αλλαγές, σε συνδυασμό με την τεράστια επιστημονική πρόοδο, καθώς και το πρόσφατο σκάνδαλο ελαττωματικών εμφυτευμάτων στήθους από σιλικόνη6, τα προβλήματα με τα εξ ολοκλήρου μεταλλικά εμφυτεύματα ισχίου και ορισμένα άλλα προϊόντα7, δημιούργησαν και επιτάχυναν την ανάγκη να αναθεωρηθεί το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.2.3 Rapide demografische und gesellschaftliche Veränderungen, ein enormer wissenschaftlicher Fortschritt sowie der jüngste Skandal mit mangelhaften silikonbefüllten Brustimplantaten6, Probleme mit sowie einigen anderen Produkten7 haben allesamt eine Überarbeitung des aktuellen Rechtsrahmens nötig und dringlich gemacht.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Schande
Aufsehen
Skandal



Griechische Definition zu σκάνδαλο

σκάνδαλο το [skánδalo] : αναστάτωση ή ανωμαλία που προκαλείται από λόγια, πράξεις, συμπεριφορά ή γεγονότα που έρχονται σε σύγκρου ση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς κτλ.: Δημιουργήθηκε σοβαρό σκάνδαλο. Είμαι / γίνομαι αιτία σκανδάλου. Tο σκάνδαλο πήρε μεγάλες διαστάσεις. ΦΡ η πέτρα* του σκανδάλου. || πράξη, λόγος, συμπεριφορά ή γεγονός που προκαλεί αποδοκιμασία, αγανάκτηση, αποστροφή, επειδή έρχεται σε σύγκρουση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς κτλ.: Aυτό το φιλμ είναι πραγματικό σκάνδαλο! Είναι σκάνδαλο να κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος! || υπόθεση, συμβάν, γεγονός που έρχεται σε σύγκρου ση με την τρέχουσα ηθική και προκαλεί την αποδοκιμασία αλλά και το έντονο ενδιαφέρον και την περιέργεια της κοινής γνώμης, καθώς έχουν εμπλακεί σ΄ αυτό πρόσωπα που θεωρούνταν ευυπόληπτα: Πολιτικό / κοινωνικό / οικονομικό / δικαστικό σκάνδαλο.

[λόγ. < ελνστ. σκάνδαλον, αρχική σημ.: `παγίδα για τον εχθρό΄ (δες και σκανδαλίζω)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback