τονίζω Verb  [tonizo, tonizw]

  Verb
(57)
  Verb
(16)
  Verb
(7)
intonieren (geh.)
  Verb
(0)

Etymologie zu τονίζω

τονίζω Koine-Griechisch τονίζω altgriechisch τόνος


GriechischDeutsch
Αυτή η νέα ιδέα απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση και συμφωνήθηκε ότι αυτό δεν συνδέεται, το τονίζω αυτό, με την εκπόνηση του επόμενου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου.Dieser neue Ansatz muss weiter sondiert werden, und es bestand Einver­nehmen darüber, – und ich möchte das betonen – dass dieser Prozess unabhängig von der Vorbereitung des nächsten mehrjährigen Finanzrahmens sein wird.

Übersetzung bestätigt

Σίγουρα όχι, όπως είπε ο κ. Berthu, για να δημιουργήσουμε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος, αλλά μάλλον, όπως είπε η κ. Berθs, για να καταστήσουμε σαφές για τους σημερινούς και για τους αυριανούς πολίτες ότι τώρα βρισκόμαστε σε μια Κοινότητα αξιών: αξιών που βασίζονται στη δημοκρατία, στην ελευθερία, στην ισότητα, στην αλληλεγγύη και στον σεβασμό της πολυμορφίας, αξιών και το τονίζω αυτό για την κ. Garaud οι οποίες ενώνουν τους Ευρωπαίους πέρα από τα σύνορα, τους ανθρώπους από τον Βορρά, τον Νότο, την Ανατολή και τη Δύση της Κοινότητας.Natürlich nicht, wie Herr Berthu sagt, um einen europäischen Superstaat zu schaffen, sondern, wie Frau Berès sagte, um den Bürgern von heute und den Bürgern von morgen klar zu machen, daß wir in einer Gemeinschaft von Werten leben, nämlich von Werten auf der Grundlage von Demokratie, Freiheit, Gleichheit, Solidarität und Achtung für die Vielfalt, von Werten, und das möchte ich an die Adresse von Frau Garaud gerichtet betonen, die Europa über Grenzen hinweg von Nord nach Süd und von Ost nach West der Gemeinschaft vereinigen.

Übersetzung bestätigt

Η γαλλική Προεδρία, σας το τονίζω, έχει ήδη προγραμματίσει την παρουσίαση αυτών των κειμένων από την Επιτροπή.Die französische Präsidentschaft hat, wie ich nachdrücklich betonen möchte, die Vorlage dieser Texte durch die Kommission in ihrem Programm bereits eingeplant.

Übersetzung bestätigt

Αναφέρομαι σε μια ρήτρα συμβατότητας του τύπου πολιτισμός ή περιβάλλον, με την οποία θα ληφθεί υπόψη με τον κατάλληλο τρόπο, και τονίζω με τον κατάλληλο τρόπο, η ιδιαιτερότητα του αθλητισμού στην κοινοτική πολιτική ή στις κοινοτικές πολιτικές.Ich denke hierbei an eine Kompatibilitätsklausel ähnlich wie bei der Kultur oder der Umwelt, die es ermöglicht, die Spezifik des Sports in geeigneter Weise wobei ich "geeignet " betonen möchte in der Gemeinschaftspolitik bzw. den Gemeinschaftspolitiken zu berücksichtigen.

Übersetzung bestätigt

Χαιρετίζω αυτήν την έκθεση αλλά τονίζω ότι δεν θα καταφέρουμε τίποτε, εάν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανακόψουμε τη ροή των όπλων στις περιοχές των ένοπλων συγκρούσεων.Ich begrüße diesen Bericht, aber ich möchte nochmals betonen, dass wir nichts erreichen werden, wenn wir die Lieferung von Waffen in Konfliktregionen nicht eindämmen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τονίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τονίζωτονίζουμε, τονίζομετονίζομαιτονιζόμαστε
τονίζειςτονίζετετονίζεσαιτονίζεστε, τονιζόσαστε
τονίζειτονίζουν(ε)τονίζεταιτονίζονται
Imper
fekt
τόνιζατονίζαμετονιζόμουν(α)τονιζόμαστε, τονιζόμασταν
τόνιζεςτονίζατετονιζόσουν(α)τονιζόσαστε, τονιζόσασταν
τόνιζετόνιζαν, τονίζαν(ε)τονιζόταν(ε)τονίζονταν, τονιζόντανε, τονιζόντουσαν
Aoristτόνισατονίσαμετονίστηκατονιστήκαμε
τόνισεςτονίσατετονίστηκεςτονιστήκατε
τόνισετόνισαν, τονίσαν(ε)τονίστηκετονίστηκαν, τονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τονίσει
έχω τονισμένο
έχουμε τονίσει
έχουμε τονισμένο
έχω τονιστεί
είμαι τονισμένος, -η
έχουμε τονιστεί
είμαστε τονισμένοι, -ες
έχεις τονίσει
έχεις τονισμένο
έχετε τονίσει
έχετε τονισμένο
έχεις τονιστεί
είσαι τονισμένος, -η
έχετε τονιστεί
είστε τονισμένοι, -ες
έχει τονίσει
έχει τονισμένο
έχουν τονίσει
έχουν τονισμένο
έχει τονιστεί
είναι τονισμένος, -η, -ο
έχουν τονιστεί
είναι τονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τονίσει
είχα τονισμένο
είχαμε τονίσει
είχαμε τονισμένο
είχα τονιστεί
ήμουν τονισμένος, -η
είχαμε τονιστεί
ήμαστε τονισμένοι, -ες
είχες τονίσει
είχες τονισμένο
είχατε τονίσει
είχατε τονισμένο
είχες τονιστεί
ήσουν τονισμένος, -η
είχατε τονιστεί
ήσαστε τονισμένοι, -ες
είχε τονίσει
είχε τονισμένο
είχαν τονίσει
είχαν τονισμένο
είχε τονιστεί
ήταν τονισμένος, -η, -ο
είχαν τονιστεί
ήταν τονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τονίζωθα τονίζουμε, θα τονίζομεθα τονίζομαιθα τονιζόμαστε
θα τονίζειςθα τονίζετεθα τονίζεσαιθα τονίζεστε, θα τονιζόσαστε
θα τονίζειθα τονίζουν(ε)θα τονίζεταιθα τονίζονται
Fut
ur
θα τονίσωθα τονίσουμε, θα τονίζομεθα τονιστώθα τονιστούμε
θα τονίσειςθα τονίσετεθα τονιστείςθα τονιστείτε
θα τονίσειθα τονίσουν(ε)θα τονιστείθα τονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τονίσει
θα έχω τονισμένο
θα έχουμε τονίσει
θα έχουμε τονισμένο
θα έχω τονιστεί
θα είμαι τονισμένος, -η
θα έχουμε τονιστεί
θα είμαστε τονισμένοι, -ες
θα έχεις τονίσει
θα έχεις τονισμένο
θα έχετε τονίσει
θα έχετε τονισμένο
θα έχεις τονιστεί
θα είσαι τονισμένος, -η
θα έχετε τονιστεί
θα είστε τονισμένοι, -ες
θα έχει τονίσει
θα έχει τονισμένο
θα έχουν τονίσει
θα έχουν τονισμένο
θα έχει τονιστεί
θα είναι τονισμένος, -η, -ο
θα έχουν τονιστεί
θα είναι τονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τονίζωνα τονίζουμε, να τονίζομενα τονίζομαινα τονιζόμαστε
να τονίζειςνα τονίζετενα τονίζεσαινα τονίζεστε, να τονιζόσαστε
να τονίζεινα τονίζουν(ε)να τονίζεταινα τονίζονται
Aoristνα τονίσωνα τονίσουμε, να τονίσομενα τονιστώνα τονιστούμε
να τονίσειςνα τονίσετενα τονιστείςνα τονιστείτε
να τονίσεινα τονίσουν(ε)να τονιστείνα τονιστούν(ε)
Perfνα έχω τονίσει
να έχω τονισμένο
να έχουμε τονίσει
να έχουμε τονισμένο
να έχω τονιστεί
να είμαι τονισμένος, -η
να έχουμε τονιστεί
να είμαστε τονισμένοι, -ες
να έχεις τονίσει
να έχεις τονισμένο
να έχετε τονίσει
να έχετε τονισμένο
να έχεις τονιστεί
να είσαι τονισμένος, -η
να έχετε τονιστεί
να είστε τονισμένοι, -ες
να έχει τονίσει
να έχει τονισμένο
να έχουν τονίσει
να έχουν τονισμένο
να έχει τονιστεί
να είναι τονισμένος, -η, -ο
να έχουν τονιστεί
να είναι τονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτόνιζετονίζετετονίζεστε
Aoristτόνισετονίστετονίσουτονιστείτε
Part
izip
Presτονίζονταςτονιζόμενος
Perfέχοντας τονίσει, έχοντας τονισμένοτονισμένος, -η, -οτονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristτονίσειτονιστεί











Griechische Definition zu τονίζω

τονίζω [tonízo] -ομαι : 1α. (γραμμ.) βάζω το σημείο του τόνου επάνω σε μια συλλαβή και προφέρω αυτή τη συλλαβή δυνατότερα από τις άλλες: Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται. Tονισμένη λέξη / συλλαβή. ANT άτονη. β. προφέρω πιο έντονα ορισμένες λέξεις ή συλλαβές, ανεξάρτητα από το γραμματικό τόνο, για να δώσω έμφαση: Mιλούσε τονίζοντας μια μια τις λέξεις του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback