τονίζω Verb (57) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Dieser neue Ansatz muss weiter sondiert werden, und es bestand Einvernehmen darüber, – und ich möchte das betonen – dass dieser Prozess unabhängig von der Vorbereitung des nächsten mehrjährigen Finanzrahmens sein wird. | Αυτή η νέα ιδέα απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση και συμφωνήθηκε ότι αυτό δεν συνδέεται, το τονίζω αυτό, με την εκπόνηση του επόμενου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου. Übersetzung bestätigt |
Natürlich nicht, wie Herr Berthu sagt, um einen europäischen Superstaat zu schaffen, sondern, wie Frau Berès sagte, um den Bürgern von heute und den Bürgern von morgen klar zu machen, daß wir in einer Gemeinschaft von Werten leben, nämlich von Werten auf der Grundlage von Demokratie, Freiheit, Gleichheit, Solidarität und Achtung für die Vielfalt, von Werten, und das möchte ich an die Adresse von Frau Garaud gerichtet betonen, die Europa über Grenzen hinweg von Nord nach Süd und von Ost nach West der Gemeinschaft vereinigen. | Σίγουρα όχι, όπως είπε ο κ. Berthu, για να δημιουργήσουμε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος, αλλά μάλλον, όπως είπε η κ. Berθs, για να καταστήσουμε σαφές για τους σημερινούς και για τους αυριανούς πολίτες ότι τώρα βρισκόμαστε σε μια Κοινότητα αξιών: αξιών που βασίζονται στη δημοκρατία, στην ελευθερία, στην ισότητα, στην αλληλεγγύη και στον σεβασμό της πολυμορφίας, αξιών και το τονίζω αυτό για την κ. Garaud οι οποίες ενώνουν τους Ευρωπαίους πέρα από τα σύνορα, τους ανθρώπους από τον Βορρά, τον Νότο, την Ανατολή και τη Δύση της Κοινότητας. Übersetzung bestätigt |
Die französische Präsidentschaft hat, wie ich nachdrücklich betonen möchte, die Vorlage dieser Texte durch die Kommission in ihrem Programm bereits eingeplant. | Η γαλλική Προεδρία, σας το τονίζω, έχει ήδη προγραμματίσει την παρουσίαση αυτών των κειμένων από την Επιτροπή. Übersetzung bestätigt |
Ich denke hierbei an eine Kompatibilitätsklausel ähnlich wie bei der Kultur oder der Umwelt, die es ermöglicht, die Spezifik des Sports in geeigneter Weise wobei ich "geeignet " betonen möchte in der Gemeinschaftspolitik bzw. den Gemeinschaftspolitiken zu berücksichtigen. | Αναφέρομαι σε μια ρήτρα συμβατότητας του τύπου πολιτισμός ή περιβάλλον, με την οποία θα ληφθεί υπόψη με τον κατάλληλο τρόπο, και τονίζω με τον κατάλληλο τρόπο, η ιδιαιτερότητα του αθλητισμού στην κοινοτική πολιτική ή στις κοινοτικές πολιτικές. Übersetzung bestätigt |
Ich begrüße diesen Bericht, aber ich möchte nochmals betonen, dass wir nichts erreichen werden, wenn wir die Lieferung von Waffen in Konfliktregionen nicht eindämmen. | Χαιρετίζω αυτήν την έκθεση αλλά τονίζω ότι δεν θα καταφέρουμε τίποτε, εάν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανακόψουμε τη ροή των όπλων στις περιοχές των ένοπλων συγκρούσεων. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(fest) behaupten |
versichern |
betonen |
beteuern |
asserieren |
(jemandem) Brief und Siegel geben (auf) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | betone | ||
du | betonst | |||
er, sie, es | betont | |||
Präteritum | ich | betonte | ||
Konjunktiv II | ich | betonte | ||
Imperativ | Singular | betone! | ||
Plural | betont! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
betont | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:betonen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | τονίζω | τονίζουμε, τονίζομε | τονίζομαι | τονιζόμαστε |
τονίζεις | τονίζετε | τονίζεσαι | τονίζεστε, τονιζόσαστε | ||
τονίζει | τονίζουν(ε) | τονίζεται | τονίζονται | ||
Imper fekt | τόνιζα | τονίζαμε | τονιζόμουν(α) | τονιζόμαστε, τονιζόμασταν | |
τόνιζες | τονίζατε | τονιζόσουν(α) | τονιζόσαστε, τονιζόσασταν | ||
τόνιζε | τόνιζαν, τονίζαν(ε) | τονιζόταν(ε) | τονίζονταν, τονιζόντανε, τονιζόντουσαν | ||
Aorist | τόνισα | τονίσαμε | τονίστηκα | τονιστήκαμε | |
τόνισες | τονίσατε | τονίστηκες | τονιστήκατε | ||
τόνισε | τόνισαν, τονίσαν(ε) | τονίστηκε | τονίστηκαν, τονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω τονίσει έχω τονισμένο | έχουμε τονίσει έχουμε τονισμένο | έχω τονιστεί είμαι τονισμένος, -η | έχουμε τονιστεί είμαστε τονισμένοι, -ες | |
έχεις τονίσει έχεις τονισμένο | έχετε τονίσει έχετε τονισμένο | έχεις τονιστεί είσαι τονισμένος, -η | έχετε τονιστεί είστε τονισμένοι, -ες | ||
έχει τονίσει έχει τονισμένο | έχουν τονίσει έχουν τονισμένο | έχει τονιστεί είναι τονισμένος, -η, -ο | έχουν τονιστεί είναι τονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα τονίσει είχα τονισμένο | είχαμε τονίσει είχαμε τονισμένο | είχα τονιστεί ήμουν τονισμένος, -η | είχαμε τονιστεί ήμαστε τονισμένοι, -ες | |
είχες τονίσει είχες τονισμένο | είχατε τονίσει είχατε τονισμένο | είχες τονιστεί ήσουν τονισμένος, -η | είχατε τονιστεί ήσαστε τονισμένοι, -ες | ||
είχε τονίσει είχε τονισμένο | είχαν τονίσει είχαν τονισμένο | είχε τονιστεί ήταν τονισμένος, -η, -ο | είχαν τονιστεί ήταν τονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα τονίζω | θα τονίζουμε, | θα τονίζομαι | θα τονιζόμαστε | |
θα τονίζεις | θα τονίζετε | θα τονίζεσαι | θα τονίζεστε, | ||
θα τονίζει | θα τονίζουν(ε) | θα τονίζεται | θα τονίζονται | ||
Fut ur | θα τονίσω | θα τονίσουμε, | θα τονιστώ | θα τονιστούμε | |
θα τονίσεις | θα τονίσετε | θα τονιστείς | θα τονιστείτε | ||
θα τονίσει | θα τονίσουν(ε) | θα τονιστεί | θα τονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να τονίζω | να τονίζουμε, | να τονίζομαι | να τονιζόμαστε |
να τονίζεις | να τονίζετε | να τονίζεσαι | να τονίζεστε, | ||
να τονίζει | να τονίζουν(ε) | να τονίζεται | να τονίζονται | ||
Aorist | να τονίσω | να τονίσουμε, | να τονιστώ | να τονιστούμε | |
να τονίσεις | να τονίσετε | να τονιστείς | να τονιστείτε | ||
να τονίσει | να τονίσουν(ε) | να τονιστεί | να τονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω τονίσει | να έχουμε τονίσει | να έχω τονιστεί | να έχουμε τονιστεί | |
να έχεις τονίσει | να έχετε τονίσει | να έχεις τονιστεί | να έχετε τονιστεί | ||
να έχει τονίσει | να έχουν τονίσει | να έχει τονιστεί | να έχουν τονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | τόνιζε | τονίζετε | τονίζεστε | |
Aorist | τόνισε | τονίστε | τονίσου | τονιστείτε | |
Part izip | Pres | τονίζοντας | τονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας τονίσει, έχοντας τονισμένο | τονισμένος, -η, -ο | τονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | τονίσει | τονιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.