versichern
 Verb

διαβεβαιώνω Verb
(248)
βεβαιώνω Verb
(17)
ασφαλίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ganz ehrlich: Wenn dies den Mitgliedstaaten überlassen bliebe, kann ich Ihnen versichern, dass sie dem Druck mächtiger Unternehmen oder starker externer Kräfte nicht standhalten würden.Με κάθε ειλικρίνεια, θα έλεγα ότι αν είχε αφεθεί αυτό στα κράτη μέλη, σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα ήταν σε θέση να αντισταθούν στις πιέσεις των μεγάλων επιχειρήσεων ή των μεγάλων εξωτερικών δυνάμεων.

Übersetzung bestätigt

Ich kann Ihnen versichern, dass ich absolut entschlossen bin, den Druck aufrechtzuerhalten, um die höchstmöglichen Sicherheitsstandards für unsere Bürger zu gewährleisten.“Σας διαβεβαιώνω ότι δεσμεύομαι 100% να ασκήσω πίεση για να εξασφαλίσω το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ασφάλειας για τους πολίτες μας».

Übersetzung bestätigt

Ich kann Ihnen versichern, daß ich den eingeschlagenen Weg in Zukunft weiter verfolgen werde.Σας διαβεβαιώνω ότι θα ακολουθήσω και στο μέλλον την ίδια πορεία.

Übersetzung bestätigt

Ich kann Ihnen also versichern, Frau Auroi, daß mir diese Probleme am Herzen liegen.Επομένως, σας διαβεβαιώνω, κυρία. Auroi, ότι με απασχολούν αυτά τα ζητήματα.

Übersetzung bestätigt

Ich kann Ihnen versichern, Herr Campos, daß die Lebensmittelsicherheit bei der Zusammenarbeit, die auf Kommissionsebene zu diesen Fragen stattfindet, stets eine herausragende Rolle spielt.Σας διαβεβαιώνω, κύριε Campos, ότι η επικοινωνία που λαμβάνει χώρα σε επίπεδο Επιτροπής για τα ζητήματα αυτά δίνει προτεραιότητα στην ασφάλεια των τροφίμων.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βεβαιώνωβεβαιώνουμε, βεβαιώνομεβεβαιώνομαιβεβαιωνόμαστε
βεβαιώνειςβεβαιώνετεβεβαιώνεσαιβεβαιώνεστε, βεβαιωνόσαστε
βεβαιώνειβεβαιώνουν(ε)βεβαιώνεταιβεβαιώνονται
Imper
fekt
βεβαίωναβεβαιώναμεβεβαιωνόμουν(α)βεβαιωνόμαστε, βεβαιωνόμασταν
βεβαίωνεςβεβαιώνατεβεβαιωνόσουν(α)βεβαιωνόσαστε, βεβαιωνόσασταν
βεβαίωνεβεβαίωναν, βεβαιώναν(ε)βεβαιωνόταν(ε)βεβαιώνονταν, βεβαιωνόντανε, βεβαιωνόντουσαν
Aoristβεβαίωσαβεβαιώσαμεβεβαιώθηκαβεβαιωθήκαμε
βεβαίωσεςβεβαιώσατεβεβαιώθηκεςβεβαιωθήκατε
βεβαίωσεβεβαίωσαν, βεβαιώσαν(ε)βεβαιώθηκεβεβαιώθηκαν, βεβαιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βεβαιώσει
έχω βεβαιωμένο
έχουμε βεβαιώσει
έχουμε βεβαιωμένο
έχω βεβαιωθεί
είμαι βεβαιωμένος, -η
έχουμε βεβαιωθεί
είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
έχεις βεβαιώσει
έχεις βεβαιωμένο
έχετε βεβαιώσει
έχετε βεβαιωμένο
έχεις βεβαιωθεί
είσαι βεβαιωμένος, -η
έχετε βεβαιωθεί
είστε βεβαιωμένοι, -ες
έχει βεβαιώσει
έχει βεβαιωμένο
έχουν βεβαιώσει
έχουν βεβαιωμένο
έχει βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
έχουν βεβαιωθεί
είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βεβαιώσει
είχα βεβαιωμένο
είχαμε βεβαιώσει
είχαμε βεβαιωμένο
είχα βεβαιωθεί
ήμουν βεβαιωμένος, -η
είχαμε βεβαιωθεί
ήμαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχες βεβαιώσει
είχες βεβαιωμένο
είχατε βεβαιώσει
είχατε βεβαιωμένο
είχες βεβαιωθεί
ήσουν βεβαιωμένος, -η
είχατε βεβαιωθεί
ήσαστε βεβαιωμένοι, -ες
είχε βεβαιώσει
είχε βεβαιωμένο
είχαν βεβαιώσει
είχαν βεβαιωμένο
είχε βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένος, -η, -ο
είχαν βεβαιωθεί
ήταν βεβαιωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βεβαιώνωθα βεβαιώνουμε, θα βεβαιώνομεθα βεβαιώνομαιθα βεβαιωνόμαστε
θα βεβαιώνειςθα βεβαιώνετεθα βεβαιώνεσαιθα βεβαιώνεστε, θα βεβαιωνόσαστε
θα βεβαιώνειθα βεβαιώνουν(ε)θα βεβαιώνεταιθα βεβαιώνονται
Fut
ur
θα βεβαιώσωθα βεβαιώσουμε, θα βεβαιώσομεθα βεβαιωθώθα βεβαιωθούμε
θα βεβαιώσειςθα βεβαιώσετεθα βεβαιωθείςθα βεβαιωθείτε
θα βεβαιώσειθα βεβαιώσουνθα βεβαιωθείθα βεβαιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βεβαιώσει
θα έχω βεβαιωμένο
θα έχουμε βεβαιώσει
θα έχουμε βεβαιωμένο
θα έχω βεβαιωθεί
θα είμαι βεβαιωμένος, -η
θα έχουμε βεβαιωθεί
θα είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχεις βεβαιώσει
θα έχεις βεβαιωμένο
θα έχετε βεβαιώσει
θα έχετε βεβαιωμένο
θα έχεις βεβαιωθεί
θα είσαι βεβαιωμένος, -η
θα έχετε βεβαιωθεί
θα είστε βεβαιωμένοι, -ες
θα έχει βεβαιώσει
θα έχει βεβαιωμένο
θα έχουν βεβαιώσει
θα έχουν βεβαιωμένο
θα έχει βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
θα έχουν βεβαιωθεί
θα είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βεβαιώνωνα βεβαιώνουμε, να βεβαιώνομενα βεβαιώνομαινα βεβαιωνόμαστε
να βεβαιώνειςνα βεβαιώνετενα βεβαιώνεσαινα βεβαιώνεστε, να βεβαιωνόσαστε
να βεβαιώνεινα βεβαιώνουν(ε)να βεβαιώνεταινα βεβαιώνονται
Aoristνα βεβαιώσωνα βεβαιώσουμε, να βεβαιώσομενα βεβαιωθώνα βεβαιωθούμε
να βεβαιώσειςνα βεβαιώσετενα βεβαιωθείςνα βεβαιωθείτε
να βεβαιώσεινα βεβαιώσουν(ε)να βεβαιωθείνα βεβαιωθούν(ε)
Perfνα έχω βεβαιώσει
να έχω βεβαιωμένο
να έχουμε βεβαιώσει
να έχουμε βεβαιωμένο
να έχω βεβαιωθεί
να είμαι βεβαιωμένος, -η
να έχουμε βεβαιωθεί
να είμαστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχεις βεβαιώσει
να έχεις βεβαιωμένο
να έχετε βεβαιώσει
να έχετε βεβαιωμένο
να έχεις βεβαιωθεί
να είσαι βεβαιωμένος, -η
να έχετε βεβαιωθεί
να είστε βεβαιωμένοι, -ες
να έχει βεβαιώσει
να έχει βεβαιωμένο
να έχουν βεβαιώσει
να έχουν βεβαιωμένο
να έχει βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένος, -η, -ο
να έχουν βεβαιωθεί
να είναι βεβαιωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβεβαίωνεβεβαιώνετεβεβαιώνεστε
Aoristβεβαίωσεβεβαιώστε, βεβαιώσετεβεβαιώσουβεβαιωθείτε
Part
izip
Presβεβαιώνοντας
Perfέχοντας βεβαιώσει, έχοντας βεβαιωμένοβεβαιωμένος, -η, -οβεβαιωμένοι, -ες, -α
InfinAoristβεβαιώσειβεβαιωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback