πλειοψηφία Koine-Griechisch πλειοψηφία altgriechisch πλείων + ψῆφος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου λαμβάνονται με πλειοψηφία. | Das Schiedsgericht entscheidet mit Stimmenmehrheit. Übersetzung bestätigt |
Στις γνώμες της επιτροπής λογαριασμών πρέπει να αναφέρεται εάν εγκρίθηκαν ομόφωνα ή με πλειοψηφία. | In den Stellungnahmen des Rechnungsausschusses muss angegeben sein, ob sie einstimmig oder mit Stimmenmehrheit verabschiedet worden sind. Übersetzung bestätigt |
Η αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία. Κάθε κράτος μέλος διαθέτει μόνον μία ψήφο. | Beschlüsse können nur mit Stimmenmehrheit gefasst werden, wobei jeder Mitgliedstaat nur eine Stimme hat. Übersetzung bestätigt |
Οι αποφάσεις του προεδρείου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία· σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. | Das Präsidium entscheidet mit Stimmenmehrheit; bei Stimmengleichheit gibt die Stimme des Vorsitzenden den Ausschlag. Übersetzung bestätigt |
Οι συστάσεις του μεσολαβητή εγκρίνονται με πλειοψηφία. | Die Empfehlungen der Schlichter ergehen mit Stimmenmehrheit. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
πλειονοψηφία |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Majorität | die Majoritäten |
Genitiv | der Majorität | der Majoritäten |
Dativ | der Majorität | den Majoritäten |
Akkusativ | die Majorität | die Majoritäten |
πλειοψηφία η [pdivopsifía] : ANT μειοψηφία. 1. ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κτλ.): Έχω / κατακτώ / παίρνω / κερδίζω / χάνω την πλειοψηφία. H κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία των εδρών / των βουλευτών στη βουλή. Kατά την ψηφοφορία καμιά πρόταση / παράταξη δε συγκέντρωσε / δεν πέτυχε την πλειοψηφία. H απόφαση πάρθηκε κατά πλειοψηφία, όχι ομόφωνα. Για σημαντικές αποφάσεις απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. || Aπόλυτη πλειοψηφία, το μισό συν ένα (τουλάχιστον) του συνόλου των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν. Σχετική πλειοψηφία: α. το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν. β. ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.