Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ρόδι

ρόδι mittelgriechisch ρόιδι (με ανομοίωση) Koine-Griechisch ῥοΐδιον altgriechisch ῥοιά


ισοτιμία

ισοτιμία Koine-Griechisch ἰσοτιμία ἴσος + τιμή


σημειώνω

σημειώνω Koine-Griechisch σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((Lehnübersetzung) französisch noter)


τούρτα

τούρτα Koine-Griechisch τοῦρτα lateinisch torta (panis), Femininum von tortus, Passiv Perfekt von torqueo indoeuropäisch (Wurzel) *terkʷ (στρέφω)


κηδεία

κηδεία Koine-Griechisch κηδεύω κῆδος (φροντίδα)


έπαρση

έπαρση Koine-Griechisch ἔπαρσις


γυαλί

γυαλί mittelgriechisch γυαλίν ὑαλίν Koine-Griechisch ὑάλιον υποκοριστικό για την altgriechisch ὕαλος[1] proto-indogermanisch *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)


περιθώριο

περιθώριο spätgriechisch *περιθεώριον Koine-Griechisch περιθεωρέω / περιθεωρῶ περί + altgriechisch θεωρέω / θεωρῶ ((Lehnübersetzung) französisch marge)


καράβι

καράβι mittelgriechisch καράβι(ν) Koine-Griechisch καράβιον (ελαφρύ πλοίο),[1] υποκοριστικό του altgriechisch κάραβος (αστακός, καραβίδα)[2]


επανάληψη

επανάληψη Koine-Griechisch ἐπανάληψις


περιήγηση

περιήγηση Koine-Griechisch περιήγησις altgriechisch περιηγέομαι ἡγέομαι


φούρνος

φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


μοναξιά

μοναξιά Koine-Griechisch μοναξία, βλέπε μουνάξ


κλίση

κλίση Koine-Griechisch κλίσις κλίνω


ζέστη

ζέστη mittelgriechisch ζέστη Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω


πληροφόρηση

πληροφόρηση πληροφόρησις in Katharevousa Koine-Griechischπληροφόρησις (με άλλη έννοια)


ανόρθωση

ανόρθωση Koine-Griechisch ἀνόρθωσις altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός (2. (Lehnbedeutung) französisch redressement)


παρασκήνιο

παρασκήνιο Koine-Griechisch παρασκήνιον altgriechisch παρα- + σκηνή ((Lehnbedeutung) französisch coulisse)


οικοδομή

οικοδομή Koine-Griechisch οἰκοδομή


δέσμευση

δέσμευση (λόγιο) Koine-Griechisch δέσμευ(σις) (δέσιμο, φυλάκιση) + -ση, (Lehnbedeutung) englisch binding[1]


κρύβω

κρύβω κληρονομημένη von Koine-Griechisch κρύβω altgriechisch κρύπτω. Με μεταπλασμό του θέματος κρυψ- όπως τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω[1]


δοκιμή

δοκιμή Koine-Griechisch δοκιμή altgriechisch δόκιμος δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ-


επώνυμο

επώνυμο (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπώνυμον, substantiviertes Neutrum altgriechisch ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. siehe auch όνομα


έκκληση

έκκληση (λόγιο) Koine-Griechisch ἔκκλη(σις) + -ση altgriechisch ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ ἐκ- (έκ-) + καλέω / καλῶ


επίτευξη

επίτευξη Koine-Griechisch ἐπίτευξις ("επιτυχία στόχου"). Μορφολογικά, ἐπί + τεῦξις


παράρτημα

παράρτημα Koine-Griechisch παράρτημα παρά + altgriechisch ἀρτάω / ἀρτῶ ((Lehnübersetzung) französisch supplément)


τάβλι

τάβλι mittelgriechisch τάβλι ταβλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τάβλα lateinisch tabula


παράδεισος

παράδεισος Koine-Griechisch παράδεισος (Lehnbedeutung) hebräisch altgriechisch ("κλειστός κήπος")[1]


ονειροκρίτης

ονειροκρίτης Koine-Griechisch ὀνειροκρίτης altgriechisch ὄνειρον / ὄνειρος + κριτής


εκκίνηση

εκκίνηση Koine-Griechisch ἐκκίνησις ((Lehnübersetzung) νέα ελληνική ξεκίνημα)


φυτώριο

φυτώριο Koine-Griechisch φυτώριον (3. (Lehnbedeutung) englisch seminary)


κατάθλιψη

κατάθλιψη Koine-Griechisch κατάθλιψις καταθλίβω θλίβω ((Lehnbedeutung) französisch oppression)


ανταρσία

ανταρσία Koine-Griechisch ἀνταρσία ἀνταίρω ἀντί + αἴρω


κορμί

κορμί mittelgriechisch κορμί(ν) Koine-Griechisch κορμίον altgriechisch κορμός proto-indogermanisch *(s)ker-[1] (κόβω)


διάσωση

διάσωση (λόγιο) Koine-Griechisch διάσω(σις) + -ση altgriechisch διασῴζω διά (διά-) + σῴζω σῶς + -ίζω


μέρμηγκας

μέρμηγκας μερμήγκ(ι) + augmentativer Suffix -ας mittelgriechisch μέρμηγκας(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ proto-indogermanisch *morwi (μυρμήγκι)


διακήρυξη

διακήρυξη Koine-Griechisch διακήρυξις διακηρύσσω διά + altgriechisch κηρύσσω ((Lehnübersetzung) französisch proclamation)


προσαρμογή

προσαρμογή Koine-Griechisch προσαρμογή προς + αρμόζω


παρατήρηση

παρατήρηση Koine-Griechisch παρατήρησις


καμινάδα

καμινάδα venezianisch caminada lateinisch caminata[1], Femininum von caminatus, Passiv Perfekt von camino caminus Koine-Griechisch κάμινος (αντιδάνειο)


παρέλαση

παρέλαση Koine-Griechisch παρέλασις altgriechisch παρελαύνω ἐλαύνω indoeuropäisch (Wurzel) *h₁el-


δημοπρασία

δημοπρασία Koine-Griechisch δημοπράτης + -σία altgriechisch δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) πιπράσκω / πέρνημι


αναθεώρηση

αναθεώρηση μεταγενέστερη Koine-Griechisch ἀναθεώρησις Koine-Griechisch ἀναθεωρέω - ἀναθεωρῶ


τρύπα

τρύπα Koine-Griechisch τρῦπα altgriechisch τρύω proto-indogermanisch *truH-p-[1]


αλάτι

αλάτι mittelgriechisch αλάτι Koine-Griechisch ἁλάτιον altgriechisch ἅλας ἅλς proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)


χαρίζω

χαρίζω Koine-Griechisch χαρίζω / χαρίζομαι


σταθερότητα

σταθερότητα Koine-Griechisch σταθερότης (αιτιατιτική σταθερότητα) & Lehnbedeutung από τη französisch stabilité[1] siehe auch ἵστημι.


παραχώρηση

παραχώρηση Koine-Griechisch παραχώρησις altgriechisch παραχωρέω / παραχωρῶ παρά + χωρέω / χωρῶ ((Lehnbedeutung) französisch concession)


μιλώ

μιλώ mittelgriechisch μιλῶ, ὁμιλῶ Koine-Griechisch ὁμιλέω, -ῶ, αρχαία σημασία: συναναστρέφομαι.[1] siehe auch ὅμιλος


χιόνι

χιόνι mittelgriechisch χιόνι Koine-Griechisch χιόνιον υποκοριστικό για την altgriechisch χιών proto-indogermanisch *ǵʰéyōm *ǵʰey- (χειμών, χειμώνας)


κουλούρα

κουλούρα mittelgriechisch κουλούρα Koine-Griechisch κολλούρα altgriechisch κολλύρα


αυλαία

αυλαία Koine-Griechisch αὐλαία altgriechisch αὐλή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew- (διανυκτερεύω)


προνόμιο

προνόμιο Koine-Griechisch προνόμιον πρό + νόμος


πανί

πανί mittelgriechisch πανίον Koine-Griechisch πάννος lateinisch pannus proto-indogermanisch *peh₂n- (ύφασμα)


αντοχή

αντοχή Koine-Griechisch ἀντοχή altgriechisch ἀντέχω ἀντί + ἔχω


καινοτομία

καινοτομία Koine-Griechisch καινοτομία altgriechisch καινοτόμος καινός + τέμνω


ανταπόκριση

ανταπόκριση Koine-Griechisch ἀνταπόκρισις ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω (1. (Lehnbedeutung) französisch réponse 2,3. französisch correspondance)


μεταγραφή

μεταγραφή (λόγιο) Koine-Griechisch μεταγραφή altgriechisch μεταγράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + γραφή (γράφω). Και Lehnbedeutung από τη französisch transcription[1].


ειδοποίηση

ειδοποίηση Koine-Griechisch εἰδοποίησις


ελαιόλαδο

ελαιόλαδο mittelgriechisch ἐλαιόλαδον ἐλαία + λάδι ( ἐλάδιν Koine-Griechisch ἐλᾴδιον altgriechisch ἔλαιον)


καλλιτέχνης

καλλιτέχνης Koine-Griechisch καλλιτέχνης altgriechisch κάλλος ( καλός) + τέχνη ((Lehnbedeutung) französisch artiste)


εξέγερση

εξέγερση Koine-Griechisch ἐξέγερσις


κατευθείαν

κατευθείαν φράση Koine-Griechisch κατ' εὐθεῖαν (εννοείται: γραμμήν) "σε ευθεία γραμμή".


συναίνεση

συναίνεση (λόγιο) Koine-Griechisch συναίνε(σις) + -ση[1] altgriechisch συναινέω / συναινῶ. siehe auch αίνος, αἶνος


εισόδημα

εισόδημα mittelgriechisch εἰσόδημα Koine-Griechisch εἰσοδεύω[1]


διασκευή

διασκευή Koine-Griechisch διασκευή διά + altgriechisch σκευή ((Lehnübersetzung) französisch arrangement)


δαχτυλίδι

δαχτυλίδι mittelgriechisch δαχτυλίδιον Koine-Griechisch, δακτυλίδιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού δακτύλιον, και αυτό υποκοριστικό του αρσενικού ὁ δάκτυλος


λάμψη

λάμψη Koine-Griechisch λάμψις altgriechisch λάμπω


ενσωμάτωση

ενσωμάτωση Koine-Griechisch ἐνσωμάτωσις ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ altgriechisch σῶμα ((Lehnübersetzung) französisch incorporation)


απονομή

απονομή Koine-Griechisch ἀπονομή altgriechisch ἀπονέμω ἀπό + νέμω ((Lehnbedeutung) französisch distribution)


διερεύνηση

διερεύνηση Koine-Griechisch διερεύνησις altgriechisch διερευνάω


ύφεση

ύφεση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕφε(σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση[1] ὑφίημαι (υποχωρώ) ὑπό (ύφ-) ἵημι.


μητροπολίτης

μητροπολίτης Koine-Griechisch μητροπολίτης


εμβέλεια

εμβέλεια Koine-Griechisch ἐμβελής ἐν + altgriechisch βέλος βάλλω


ανεβάζω

ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)


εκδίκηση

εκδίκηση Koine-Griechisch ἐκδίκησις altgriechisch ἐκδικέω / ἐκδικῶ


λαογραφία

λαογραφία Koine-Griechisch


μπόλι

μπόλι mittelgriechisch μπόλι Koine-Griechisch ἐμβόλιον altgriechisch ἔμβολον, Maskulinum von ἔμβολος ἐμβάλλω ἐν + βάλλω


δόμηση

δόμηση Koine-Griechisch δόμησις δομέω altgriechisch δόμος


λεπτομέρεια

λεπτομέρεια Koine-Griechisch λεπτομέρεια altgriechisch λεπτομερής λεπτός + μέρος


ετησίως

ετησίως Koine-Griechisch ἐτησίως altgriechisch ἐτήσιος


δεντρολίβανο

δεντρολίβανο Koine-Griechisch δενδρολίβανον δένδρον + λίβανος


εξοικείωση

εξοικείωση Katharevousa ἐξοικείωσις Koine-Griechisch ἐξοικείωσις («χειραφέτηση») altgriechisch ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ οἰκειόω / οἰκειῶ οἰκεῖος οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εκδοχή

εκδοχή Koine-Griechisch ἐκδοχή ἐκδέχομαι


ψαλίδι

ψαλίδι Koine-Griechisch ψαλίδιον (υποκοριστικό του ψαλίς)


αποτρίχωση

αποτρίχωση mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ ((Lehnübersetzung) französisch épilation)


διάδοση

διάδοση Koine-Griechisch διάδοσις altgriechisch διαδίδωμι διά + δίδωμι


αναγνώστης

αναγνώστης Koine-Griechisch ἀναγνώστης altgriechisch γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵneh₃-


βάπτισμα

βάπτισμα Koine-Griechisch βάπτισμα


αρχιεπίσκοπος

αρχιεπίσκοπος Koine-Griechisch ἀρχιεπίσκοπος ἀρχι- + ἐπίσκοπος


ανθοφορία

ανθοφορία Koine-Griechisch ἀνθοφορία altgriechisch ἀνθοφόρος ἄνθος + φέρω


αμπελουργία

αμπελουργία Koine-Griechisch ἀμπελουργία ἀμπελουργός


διασφάλιση

διασφάλιση διασφαλίζω + -ση Koine-Griechisch διασφαλίζομαι διά + ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής σφάλλω proto-indogermanisch *(s)gʷʰh₂el-


διακίνηση

διακίνηση Koine-Griechisch διακίνησις altgriechisch διακινέω / διακινῶ κινέω / κινῶ proto-indogermanisch *ḱey-


διοικητής

διοικητής Koine-Griechisch διοικητής altgriechisch διοικέω / διοικῶ διά + οἶκος


σπαθί

σπαθί mittelgriechisch σπαθίν Koine-Griechisch σπαθίον altgriechisch σπάθη[1] proto-indogermanisch *(s)peh₂- + *dʰeh₁-


διαζύγιο

διαζύγιο Koine-Griechisch διαζύγιον διαζυγία διά + altgriechisch ζυγός indoeuropäisch (Wurzel) *yugóm (ζυγός) *yewg- (ζεύγνυμι, ενώνω)


αποποίηση

αποποίηση Koine-Griechisch ἀποποίησις


μεταφραστής

μεταφραστής Koine-Griechisch μεταφράζω


εξάτμιση

εξάτμιση Koine-Griechisch ἐξάτμισις



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback