Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischσυναίσθημα Koine-Griechisch συναίσθημα συναισθάνομαι συν- + αἰσθάνομαι
αντεπίθεση Koine-Griechisch ἀντεπίθεσις altgriechisch ἀντί + ἐπίθεσις ἐπιτίθημι τίθημι ((Lehnbedeutung) französisch contre-attaque)
πανηγύρι mittelgriechisch πανηγύριν Koine-Griechisch πανηγύριον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) πανήγυρις
εκκαθάριση Koine-Griechisch ἐκκαθάρισις ((Lehnbedeutung) französisch liquidation)
αυγό mittelgriechisch αυγό(ν) / αβγό(ν) Koine-Griechisch ὠόν altgriechisch ᾠόν ᾠϝόν proto-griechisch *ōyyón proto-indogermanisch *h₂ōwyóm (αυγό) *h₂éwis (πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί)
κλαδί mittelgriechisch κλαδί(ν) Koine-Griechisch κλαδίον κλάδιον altgriechisch κλάδος κλάω
δίλημμα Koine-Griechisch δίλημμα δι- + altgriechisch λῆμμα λαμβάνω
υποστηρίζω Koine-Griechisch ὑποστηρίζω ὑπό + altgriechisch στηρίζω
κρούσμα (λόγιο) Koine-Griechisch κροῦσμα altgriechisch κρούω[1]
ομογένεια Koine-Griechisch ὁμογένεια altgriechisch ὁμογενής
κονδύλι mittelgriechisch κονδύλι(ν) Koine-Griechisch κονδύλιον, υποκοριστικό του κόνδυ (κύπελλο, ποτήρι) (παρετυμολογικά προς το κοντύλι)
επιβάρυνση επιβαρύνω + -ση Koine-Griechisch ἐπιβαρύνω ἐπί + altgriechisch βαρύνω βαρύς proto-indogermanisch *gʷréh₂us *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
αγκίστρι mittelgriechisch ἀγκίστριν Koine-Griechisch ἀγκίστριον altgriechisch ἄγκιστρον
συνομιλία Koine-Griechisch συνομιλία συνομιλῶ ((Lehnbedeutung) französisch conversation)
ανατομία Koine-Griechisch ἀνατομία ἀνά + altgriechisch τομή τέμνω
κάτοχος (λόγιο) Koine-Griechisch κάτοχος (αρχαία σημασία: κατεχόμενος)
αφετηρία Koine-Griechisch ἀφετηρία (γραμμή) ἀφετήριος ἀφετήρ ἀφίημι ἀπό + ἵημι
αντιπαράθεση Koine-Griechisch ἀντιπαράθεσις ἀντιπαρατίθημι ἀντί + παρατίθημι παρά + τίθημι
στολισμός Koine-Griechisch στολισμός altgriechisch στολίζω στολίς / στολή / στόλος στέλλω
άθληση Koine-Griechisch ἄθλησις altgriechisch ἀθλέω / ἀθλῶ ἆθλον
έμπνευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἔμπνευ(σις) (φύσημα) + -ση ( altgriechisch ἐμπνέω ἐν + πνέω proto-indogermanisch *pnew-), Lehnbedeutung από τη französisch inspiration.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έμ- + πνεύση
ανάθεση Koine-Griechisch ἀνάθεσις altgriechisch ἀνατίθημι
εξαγορά εξαγοράζω + -ά (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch ἐξαγοράζω
εμπλοκή Koine-Griechisch ἐμπλοκή altgriechisch ἐμπλέκω ἐν + πλέκω
πατητήρι Koine-Griechisch πατητήριον altgriechisch πατέω / πατῶ
ελληνισμός deutsch Hellenismus Koine-Griechisch Ἑλληνισμός (αντιδάνειο) altgriechisch Ἕλλην
ξεχωρίζω mittelgriechisch von αόριστο ἐξεχώρισα Koine-Griechisch ἐκχωρίζω
ακτίνα Koine-Griechisch ἀκτῖνα altgriechisch ἀκτίς μέσω της αιτιατικής ἀκτῖνα
παραγωγός Koine-Griechisch παραγωγός, (Lehnbedeutung) τη französisch producteur (αρχαία σημασία παραπλανητικός)
ορθόδοξος Koine-Griechisch ὀρθόδοξος altgriechisch ὀρθός + δόξα
πινακοθήκη Koine-Griechisch πινακοθήκη altgriechisch πίναξ + -θήκη ((Lehnbedeutung) deutsch Pinakothek)
ύδρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕδρευ(σις) + -ση[1] altgriechisch ὑδρεύω ὕδωρ
κίτρο (αντιδάνειο) Koine-Griechisch κίτρον lateinisch citrus altgriechisch κέδρος
συγκρότηση Koine-Griechisch συγκρότησις altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ σύν + κροτέω / κροτῶ
μπουκάλι venezianisch bocal spätlateinisch baucalis Koine-Griechisch βαύκαλις (αντιδάνειο) altägyptisch [1]
αναγνωστήριο Koine-Griechisch ἀναγνωστήριον altgriechisch ἀναγιγνώσκω γιγνώσκω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵneh₃-
παπάς Koine-Griechisch παπᾶς (τιμητικός τίτλος ιερέων) altgriechisch πάππας (μπαμπάς)[1]
παλάτι Koine-Griechisch παλάτιον lateinisch palatium Palatinus (ένας vonυς επτά λόφους της Ρώμης)
σήμανση Koine-Griechisch σήμανσις σημαίνω
επίταξη Koine-Griechisch ἐπίταξις altgriechisch ἐπίταξις ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω ((Lehnbedeutung) γαλλικά requisition)
ανασκόπηση Koine-Griechisch άνασκόπησις altgriechisch άνασκοπέω, -ῶ
χωράφι Katharevousa χωράφιον Koine-Griechisch χωράφιον υποκοριστικό von altgriechisch χώρα
συνομιλώ Koine-Griechisch συνομιλέω / συνομιλῶ σύν + altgriechisch ὁμιλέω / ὁμιλῶ ὅμῑλος ὁμός + -ιλος[1] ((Lehnbedeutung) französisch converser)
μαρμελάδα französisch marmelade proto-französisch marmelada marmelo (= κυδώνι) lateinisch melimelum Koine-Griechisch μελίμηλον (= γλυκόμηλο) (αντιδάνειο)
συσπείρωση συσπειρώνω + -ση Koine-Griechisch συσπειρόω / συσπειρῶ altgriechisch σπεῖρα proto-indogermanisch *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
ετυμολογία (λόγιο) Koine-Griechisch ἐτυμολογία ἔτυμος (αληθινός) + λέγω, (Lehnbedeutung) französisch étymologie λατινικά etymologia Koine-Griechisch ἐτυμολογία[1]
αλφάβητο mittelgriechisch ἀλφάβητον Koine-Griechisch ἀλφάβητος altgriechisch ἄλφα + βῆτα
ταμιευτήριο Koine-Griechisch ταμιευτήριον altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- (κόβω)
πόρισμα (λόγιο) Koine-Griechisch πόρισμα[1] πορίζω. ΄Δείτε πόρος
δίδακτρα Koine-Griechisch δίδακτρα
χριστιανισμός Koine-Griechisch χριστιανισμός
σεβασμός Koine-Griechisch σεβάζω σέβομαι
δεξίωση Koine-Griechisch δεξίωσις (χαιρετισμός με το δεξί χέρι) altgriechisch δεξιός
αποκλεισμός Koine-Griechisch ἀποκλεισμός
διασπορά Koine-Griechisch διασπορά ((Lehnbedeutung) αγγλικά dissemination)
περιορισμός Koine-Griechisch περιορισμός περιορίζω περί + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch *wórwos indoeuropäisch (Wurzel) *werw- ((Lehnbedeutung) französisch limitation)
δούκας mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-
παγώνι mittelgriechisch παώνιν Koine-Griechisch παών lateinisch pavo
συλλαλητήριο Koine-Griechisch συλλαλέω / συλλαλῶ + -τήριο
πρίσμα Koine-Griechisch πρῖσμα altgriechisch πρίω (=πριονίζω)
καθρέφτης καθρέπτης Koine-Griechisch κάθοπτρον altgriechisch κάτοπτρον
ώθηση Koine-Griechisch ὤθησις altgriechisch ὠθέω / ὠθῶ
συντροφιά Koine-Griechisch συντροφία altgriechisch σύντροφος σύν + τρέφω ((Lehnbedeutung) französisch compagnie[1])
παράγραφος Koine-Griechisch παράγραφος altgriechisch παραγράφω παρά + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch paragraphe)
έλασμα Koine-Griechisch ἔλασμα altgriechisch ἐλαύνω proto-indogermanisch *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
συνέργεια Koine-Griechisch συνέργεια altgriechisch συνεργία συνεργός σύν + ἔργον
απόχρωση Koine-Griechisch ἀπόχρωσις ἀποχρώννυμι ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω altgriechisch χρῴζω indoeuropäisch (Wurzel) *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) ((Lehnbedeutung) französisch coloration)
υποβιβασμός Koine-Griechisch ὑποβιβασμός (=μετάβαση προς τα κάτω) ὑποβιβάζω ὑπό + βιβάζω
ωροσκόπιο Koine-Griechisch ὡροσκόπιον και (Lehnbedeutung) französisch horoscope ὡροσκοπέω
τελωνείο Koine-Griechisch τελωνεῖον / τελώνιον altgriechisch τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)
ρύζι mittelgriechisch ρύζι Koine-Griechisch ὀρύζιον (υποκοριστικό) altgriechisch ὄρυζα πιθανόν ανατολικής προέλευσης: αρχαία persisch *vrinǰi- παστό وريژې sanskritisch व्रीहि (vrīhí)
ονομαστική Koine-Griechisch ὀνομαστική
δελφίνι Koine-Griechisch δελφίν altgriechisch δελφίς
πεποίθηση Koine-Griechisch πεποίθησις altgriechisch πείθω (παρακείμενος μ.φ. πέποιθα) indoeuropäisch (Wurzel) *bʰeydʰ- (εμπιστεύομαι)
ηλιακός (λόγιο) Koine-Griechisch ἡλιακός ἥλιος
παράβαση Koine-Griechisch παράβασις (ίδια σημασία) altgriechisch παράβασις παραβαίνω παρά + βαίνω
καθοδήγηση Koine-Griechisch καθοδήγησις
δεκαπέντε Koine-Griechisch
διαταραχή Koine-Griechisch διαταραχή ((Lehnbedeutung) französisch trouble / englisch disorder)
αποτίμηση Koine-Griechisch ἀποτίμησις altgriechisch ἀποτιμάω ἀπό + τιμάω
περιβόλι mittelgriechisch περιβόλιν Koine-Griechisch περιβόλιον (χώρος που περιβάλλεται από φράχτη) altgriechisch περίβολος
κέδρος ὁ Koine-Griechisch κέδρος ἡ altgriechisch κέδρος
λυκάνθρωπος (λόγιο) Koine-Griechisch λυκάνθρωπος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε λυκ- + -άνθρωπος
ράντισμα Koine-Griechisch ῥάντισμα
πηγάδι mittelgriechisch πηγάδι Koine-Griechisch πηγάδιον υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πηγή
οξεία Koine-Griechisch ὀξεῖα substantiviertes Femininum des Adjektivs: ὀξύς
στρέμμα Koine-Griechisch στρέμμα altgriechisch στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-
ιχνηλάτης Koine-Griechisch ἰχνηλάτης ἴχνος + ἐλαύνω
σταδιοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch σταδιοδρομία (αγώνας δρόμου στο στάδιο) altgriechisch σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ στάδιον + δρόμος, (Lehnbedeutung) französisch carrière[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε στάδιο + -δρομία
έκτοτε Koine-Griechisch ἔκτοτε ἐκ + τότε
διάλειμμα Koine-Griechisch διάλειμμα (παύση) altgriechisch διάλειμμα (διάκενο, κενό) διαλείπω + -μα διά + λείπω
υιοθέτηση mittelgriechisch υιοθέτησις Koine-Griechisch υἱοθετῶ altgriechisch υἱός + τίθημι
σαπούνι Koine-Griechisch σαπώνιον σάπων lateinisch sapo
χάρισμα Koine-Griechisch
ορκωμοσία (λόγιο) Koine-Griechisch ὁρκωμοσία ὁρκωμότης ὅρκος + ὄμνυμι (το ω> (ὁρκωμοσία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
θρίαμβος (λόγιο) Koine-Griechisch θρίαμβος (αρχική σημασία: ύμνος στο θεό Διόνυσο)[1]
ξενάγηση ξενάγησις με επακριβώς την σημερινή έννοια in Katharevousa Koine-Griechischξενάγησις (βοηθώ έναν ξένο στον τόπο μου) altgriechisch ξεναγέω (καθοδηγώ μισθοφόρους) ξεναγός ( ο επικεφαλής μισθοφόρων) και ξεναγέτης (που φιλοξενεί, περιποιείται ξένους)
τεκμηρίωση Koine-Griechisch τεκμηρίωσις altgriechisch τεκμηριόω / τεκμηριῶ
συγχρονισμός Koine-Griechisch συγχρονίζω σύγχρονος + -ίζω
θηλασμός Koine-Griechisch altgriechisch θηλάζω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.