{η}  σταδιοδρομία Subst.  [stadiodromia, stathiothromia]

{die}    Subst.
(289)
{die}    Subst.
(221)

Etymologie zu σταδιοδρομία

σταδιοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch σταδιοδρομία (αγώνας δρόμου στο στάδιο) altgriechisch σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ στάδιον + δρόμος, (Lehnbedeutung) französisch carrière[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε στάδιο + -δρομία


GriechischDeutsch
Για τον σκοπό αυτόν, να πρέπει να εκσυγχρονισθεί η πανεπιστημιακή έρευνα, να αναπτυχθούν και να καταστούν προσβάσιμες οι υποδομές παγκόσμιας εμβέλειας και να προωθηθούν οι ελκυστικές σταδιοδρομίες και η κινητικότητα των ερευνητών και των φοιτητών.Deswegen sollten die Hochschulforschung modernisiert, Weltklasseinfrastrukturen aufgebaut und zugänglich gemacht und attraktive Karrieren sowie die Mobilität von Forschern und Studenten gefördert werden.

Übersetzung bestätigt

Εκπρόσωπος του Ανώτατου Ηγέτη στους Pasdaran από το 1995 μετά από αδιάλειπτη σταδιοδρομία στους κόλπους του στρατεύματος, ειδικότερα δε στις υπηρεσίες πληροφοριών των Pasdaran.Vertreter des Obersten Führers bei den Pasdaran seit 1995 – nach einer umfassenden Militär-Karriere, insbesondere im Geheimdienst der Pasdaran.

Übersetzung bestätigt

Ακτινολογική αξιολόγηση της φυσικής ανάπτυξης παιδιών και εφήβων με στόχο την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στον αθλητισμό, το χορό, κλπ.:radiologische Untersuchung der körperlichen Entwicklung von Kindern und Jugendlichen im Hinblick auf eine sportliche, tänzerische oder ähnliche Karriere,

Übersetzung bestätigt

Πράγματι, όλα τα στοιχεία δείχνουν οι σταδιοδρομία των διευθυντών των ΚΕ εξαρτάται από την SASAC.Tatsächlich legen sämtliche dieser Beweise nahe, dass die Karrieren von Führungskräften von staatseigenen Unternehmen von der SASAC abhängen.

Übersetzung bestätigt

«διπλή σταδιοδρομία» ο συνδυασμός αθλητικής κατάρτισης υψηλού επιπέδου με γενική εκπαίδευση ή εργασία·"duale Karrieren" die Kombination des Trainings für den Leistungssport mit der allgemeinen Bildung oder der Berufstätigkeit;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu σταδιοδρομία

σταδιοδρομία η [staδioδromía] : η επαγγελματική εξέλιξη κάποιου σε έναν τομέα, η σταδιακή ανέλιξή του στις ανώτερες βαθμίδες του επαγγέλματος, στο οποίο αφιέρωσε όλη την παραγωγική περίοδο της ζωής του· καριέρα: Στρατιωτική / δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία. Λαμπρή σταδιοδρομία. Bρισκόταν ακόμα στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Tου ευχήθηκαν καλή σταδιοδρομία στη νέα του θέση.

[λόγ. < ελνστ. σταδιοδρομία `αγώνας δρόμου στο στάδιο΄ σημδ. γαλλ. carrière]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback