υποστηρίζω Koine-Griechisch ὑποστηρίζω ὑπό + altgriechisch στηρίζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μολονότι δεν υποστηρίζω να έχουν πρόσβαση στο EQUAL οι πρόσφυγες εκείνοι, στους οποίους δεν χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα και απειλούνται με επαναπατρισμό, υποστηρίζω εντούτοις τη δυνατότητα πρόσβασης στο πρόγραμμα όλων των άλλων αιτούντων άσυλο και προσφύγων. | Obwohl ich nicht dafür eintrete, daß jenen Flüchtlinge Zugang zu EQUAL gewährt wird, denen aufgrund der Tatsache, daß ihnen kein Flüchtlingsstatus zuerkannt wurde, Rückführung droht, würde ich doch die Zugangsmöglichkeit für alle anderen Asylsuchenden und Flüchtlinge unterstützen wollen. Übersetzung bestätigt |
Κύριε Πρόεδρε, εμείς υποστηρίζουμε, και εγώ προσωπικά υποστηρίζω την έκθεση της κ. Lienemann και τους στόχους που θέτει και η οδηγία που εξετάζουμε. | Herr Präsident, wir und das gilt auch für mich ganz persönlich unterstützen den Bericht von Frau Lienemann sowie die dort gesetzten Ziele und die zur Debatte stehende Richtlinie. Übersetzung bestätigt |
Από την άποψη αυτή, υποστηρίζω το ψήφισμα. | In diesem Sinne unterstützen wir die Entschließung. Übersetzung bestätigt |
Με δυο λόγια, κύριε Πρόεδρε, υποστηρίζω την κεντρική ιδέα των εκθέσεων, παρ' όλο που ορισμένα από τα στοιχεία που προτείνονται πιστεύουμε ότι δεν θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί. | Kurzum, das Grundanliegen der Berichte werde ich sicherlich unterstützen, obgleich einige der vorgeschlagenen Elemente hier fehl am Platze sind. Übersetzung bestätigt |
Επισημαίνω καταρχήν και υποστηρίζω τις καινοτομίες που έχουν εισαχθεί στην παρούσα συμφωνία σχετικά με τη διάθεση του 50% της συνολικής ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ειδικές δράσεις που προορίζονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα. | Ich möchte zunächst die in das jetzige Abkommen aufgenommenen Neuerungen hervorheben und unterstützen, mit denen 50 % aller finanziellen Hilfen der Europäischen Union in gezielte Maßnahmen zur nachhaltigen Entwicklung des Sektors fließen sollen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υποστηρίζω | υποστηρίζουμε, υποστηρίζομε | υποστηρίζομαι | στηριζόμαστε |
υποστηρίζεις | υποστηρίζετε | υποστηρίζεσαι | υποστηρίζεστε, στηριζόσαστε | ||
υποστηρίζει | υποστηρίζουν(ε) | υποστηρίζεται | υποστηρίζονται | ||
Imper fekt | υποστήριζα | υποστηρίζαμε | στηριζόμουν(α) | στηριζόμαστε, στηριζόμασταν | |
υποστήριζες | υποστηρίζατε | στηριζόσουν(α) | στηριζόσαστε, στηριζόσασταν | ||
υποστήριζε | υποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε) | στηριζόταν(ε) | υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν | ||
Aorist | υποστήριξα | υποστηρίξαμε | υποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκα | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε | |
υποστήριξες | υποστηρίξατε | υποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκες | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε | ||
υποστήριξε | υποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε) | υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκε | υποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε) υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υποστηρίξει | έχουμε υποστηρίξει | έχω στηριχτεί έχω στηριχθεί | έχουμε στηριχτεί έχουμε στηριχθεί | |
έχεις υποστηρίξει έχεις υποστηριγμένο | έχετε υποστηρίξει έχετε υποστηριγμένο | έχεις στηριχτεί έχεις στηριχθεί είσαι υποστηριγμένος, -η | έχετε στηριχτεί έχετε στηριχθεί είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
έχει υποστηρίξει | έχουν υποστηρίξει | έχει στηριχτεί έχει στηριχθεί | έχουν στηριχτεί έχουν στηριχθεί | ||
Plu per fekt | είχα υποστηρίξει | είχαμε υποστηρίξει | είχα στηριχτεί είχα στηριχθεί | είχαμε στηριχτεί είχαμε στηριχθεί | |
είχες υποστηρίξει είχες υποστηριγμένο | είχατε υποστηρίξει είχατε υποστηριγμένο | είχες στηριχτεί είχες στηριχθεί ήσουν υποστηριγμένος, -η | είχατε στηριχτεί είχατε στηριχθεί ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
είχε υποστηρίξει είχε υποστηριγμένο | είχαν υποστηρίξει είχαν υποστηριγμένο | είχε στηριχτεί είχε στηριχθεί ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο | είχαν στηριχτεί είχαν στηριχθεί ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υποστηρίζω | θα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομε | θα υποστηρίζομαι | θα στηριζόμαστε | |
θα υποστηρίζεις | θα υποστηρίζετε | θα υποστηρίζεσαι | θα υποστηρίζεστε, | ||
θα υποστηρίζει | θα υποστηρίζουν(ε) | θα υποστηρίζεται | θα υποστηρίζονται | ||
Fut ur | θα υποστηρίξω | θα υποστηρίξουμε, | θα στηριχτώ | θα στηριχτούμε | |
θα υποστηρίξεις | θα υποστηρίξετε | θα στηριχτείς | θα στηριχτείτε | ||
θα υποστηρίξει | θα υποστηρίξουν(ε) | θα στηριχτεί | θα στηριχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω υποστηρίξει | θα έχουμε υποστηρίξει | θα έχω στηριχτεί θα έχω στηριχθεί | θα έχουμε στηριχτεί θα έχουμε στηριχθεί | |
θα έχεις υποστηρίξει θα έχεις υποστηριγμένο | θα έχετε υποστηρίξει θα έχετε υποστηριγμένο | θα έχεις στηριχτεί θα έχεις στηριχθεί θα είσαι υποστηριγμένος, -η | θα έχετε στηριχτεί θα έχετε στηριχθεί θα είστε υποστηριγμένοι, -ες | ||
θα έχει υποστηρίξει θα έχει υποστηριγμένο | θα έχουν υποστηρίξει θα έχουν υποστηριγμένο | θα έχει στηριχτεί θα έχει στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο | θα έχουν στηριχτεί θα έχουν στηριχθεί θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υποστηρίζω | να υποστηρίζουμε, | να υποστηρίζομαι | να στηριζόμαστε |
να υποστηρίζεις | να υποστηρίζετε | να υποστηρίζεσαι | να υποστηρίζεστε, | ||
να υποστηρίζει | να υποστηρίζουν(ε) | να υποστηρίζεται | να υποστηρίζονται | ||
Aorist | να υποστηρίξω | να υποστηρίξουμε, | να στηριχτώ | να στηριχτούμε | |
να υποστηρίξεις | να υποστηρίξετε | να στηριχτείς | να στηριχτείτε | ||
να υποστηρίξει | να υποστηρίξουν(ε) | να στηριχτεί | να στηριχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω υποστηρίξει | να έχουμε υποστηρίξει | να έχω στηριχτεί να έχω στηριχθεί | να έχουμε στηριχτεί να έχουμε στηριχθεί | |
να έχεις υποστηρίξει | να έχετε υποστηρίξει | να έχεις στηριχτεί να έχεις στηριχθεί | να έχετε στηριχτεί να έχετε στηριχθεί | ||
να έχει υποστηρίξει | να έχουν υποστηρίξει | να έχει στηριχτεί να έχει στηριχθεί | να έχουν στηριχτεί να έχουν στηριχθεί | ||
Imper ativ | Pres | υποστήριζε | υποστηρίζετε | υποστηρίζεστε | |
Aorist | υποστήριξε | υποστηρίξτε, υποστηρίχτε | υποστηρίξου | στηριχτείτε | |
Part izip | Pres | υποστηρίζοντας | |||
Perf | έχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένο | υποστηριγμένος, -η, -ο | υποστηριγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υποστηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterstütze | ||
du | unterstützt | |||
er, sie, es | unterstützt | |||
Präteritum | ich | unterstützte | ||
Konjunktiv II | ich | unterstützte | ||
Imperativ | Singular | unterstütze! unterstütz! | ||
Plural | unterstützt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterstützt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterstützen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | befürworte | ||
du | befürwortest | |||
er, sie, es | befürwortet | |||
Präteritum | ich | befürwortete | ||
Konjunktiv II | ich | befürwortete | ||
Imperativ | Singular | befürwort! befürworte! | ||
Plural | befürwortet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
befürwortet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:befürworten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | behaupte | ||
du | behauptest | |||
er, sie, es | behauptet | |||
Präteritum | ich | behauptete | ||
Konjunktiv II | ich | behauptete | ||
Imperativ | Singular | behaupte! | ||
Plural | behauptet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
behauptet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:behaupten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stutze | ||
du | stutzt | |||
er, sie, es | stutzt | |||
Präteritum | ich | stutzte | ||
Konjunktiv II | ich | stutzte | ||
Imperativ | Singular | stutze! | ||
Plural | stutzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gestutzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:stutzen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verfechte | ||
du | verfichtst | |||
er, sie, es | verficht | |||
Präteritum | ich | verfocht | ||
Konjunktiv II | ich | verföchte | ||
Imperativ | Singular | verficht! | ||
Plural | verfechtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verfochten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verfechten |
υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ., το στηρίζω από κάτω, το υποβαστάζω: υποστηρίζω έναν τοίχο / ένα φράγμα. Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.