verfechten
 Verb

υποστηρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Um die Ehre des Dorfes zu verfechten, waren alle da.Ήταν ενδιαφέρουσα αναμέτρηση μεταξύ της πόλης και του χωριού.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich sehe, Sie verfechten immer noch Gedankengut der alten Griechen, nämlich, dass das Gute auch schön sein muss.Ασπάζεσαι βλέπω τo ξεπερασμένo αρχαίo ελληνικό ρητό πoυ πρεσβεύει πως τo καλό είναι εξ oρισμoύ και όμoρφo.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie können Sie sagen, Sie verfechten kein Verhalten?Πώς μπορείς και λες ότι δεν προωθείς συγκεκριμένες συμπεριφορές;

Übersetzung nicht bestätigt

Sie verfechten die einzigartige Erkenntnis, dass Frauen Lügen nicht mögen?Μοιράζεσαι μαζί μου αυτήν τη μοναδική ιδέα πως στις γυναίκες δεν αρέσουν τα ψέματα;

Übersetzung nicht bestätigt

Wen verfechten Sie?Ποιος είσαι υπέρμαχος;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποστηρίζωυποστηρίζουμε, υποστηρίζομευποστηρίζομαιστηριζόμαστε
υποστηρίζειςυποστηρίζετευποστηρίζεσαιυποστηρίζεστε, στηριζόσαστε
υποστηρίζειυποστηρίζουν(ε)υποστηρίζεταιυποστηρίζονται
Imper
fekt
υποστήριζαυποστηρίζαμεστηριζόμουν(α)στηριζόμαστε, στηριζόμασταν
υποστήριζεςυποστηρίζατεστηριζόσουν(α)στηριζόσαστε, στηριζόσασταν
υποστήριζευποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε)στηριζόταν(ε)υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν
Aoristυποστήριξαυποστηρίξαμευποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκαστηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε
υποστήριξεςυποστηρίξατευποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκεςστηριχτήκατε, στηριχθήκατε
υποστήριξευποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε)υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκευποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε)
υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υποστηρίξει
έχω υποστηριγμένο
έχουμε υποστηρίξει
έχουμε υποστηριγμένο
έχω στηριχτεί
έχω στηριχθεί
είμαι υποστηριγμένος, -η
έχουμε στηριχτεί
έχουμε στηριχθεί
είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
έχεις υποστηρίξει
έχεις υποστηριγμένο
έχετε υποστηρίξει
έχετε υποστηριγμένο
έχεις στηριχτεί
έχεις στηριχθεί
είσαι υποστηριγμένος, -η
έχετε στηριχτεί
έχετε στηριχθεί
είστε υποστηριγμένοι, -ες
έχει υποστηρίξει
έχει υποστηριγμένο
έχουν υποστηρίξει
έχουν υποστηριγμένο
έχει στηριχτεί
έχει στηριχθεί
είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
έχουν στηριχτεί
έχουν στηριχθεί
είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υποστηρίξει
είχα υποστηριγμένο
είχαμε υποστηρίξει
είχαμε υποστηριγμένο
είχα στηριχτεί
είχα στηριχθεί
ήμουν υποστηριγμένος, -η
είχαμε στηριχτεί
είχαμε στηριχθεί
ήμαστε υποστηριγμένοι, -ες
είχες υποστηρίξει
είχες υποστηριγμένο
είχατε υποστηρίξει
είχατε υποστηριγμένο
είχες στηριχτεί
είχες στηριχθεί
ήσουν υποστηριγμένος, -η
είχατε στηριχτεί
είχατε στηριχθεί
ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες
είχε υποστηρίξει
είχε υποστηριγμένο
είχαν υποστηρίξει
είχαν υποστηριγμένο
είχε στηριχτεί
είχε στηριχθεί
ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο
είχαν στηριχτεί
είχαν στηριχθεί
ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποστηρίζωθα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομεθα υποστηρίζομαιθα στηριζόμαστε
θα υποστηρίζειςθα υποστηρίζετεθα υποστηρίζεσαιθα υποστηρίζεστε, θα στηριζόσαστε
θα υποστηρίζειθα υποστηρίζουν(ε)θα υποστηρίζεταιθα υποστηρίζονται
Fut
ur
θα υποστηρίξωθα υποστηρίξουμε, θα υποστηρίξομεθα στηριχτώθα στηριχτούμε
θα υποστηρίξειςθα υποστηρίξετεθα στηριχτείςθα στηριχτείτε
θα υποστηρίξειθα υποστηρίξουν(ε)θα στηριχτείθα στηριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποστηρίξει
θα έχω υποστηριγμένο
θα έχουμε υποστηρίξει
θα έχουμε υποστηριγμένο
θα έχω στηριχτεί
θα έχω στηριχθεί
θα είμαι υποστηριγμένος, -η
θα έχουμε στηριχτεί
θα έχουμε στηριχθεί
θα είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
θα έχεις υποστηρίξει
θα έχεις υποστηριγμένο
θα έχετε υποστηρίξει
θα έχετε υποστηριγμένο
θα έχεις στηριχτεί
θα έχεις στηριχθεί
θα είσαι υποστηριγμένος, -η
θα έχετε στηριχτεί
θα έχετε στηριχθεί
θα είστε υποστηριγμένοι, -ες
θα έχει υποστηρίξει
θα έχει υποστηριγμένο
θα έχουν υποστηρίξει
θα έχουν υποστηριγμένο
θα έχει στηριχτεί
θα έχει στηριχθεί
θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
θα έχουν στηριχτεί
θα έχουν στηριχθεί
θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποστηρίζωνα υποστηρίζουμε, να υποστηρίζομενα υποστηρίζομαινα στηριζόμαστε
να υποστηρίζειςνα υποστηρίζετενα υποστηρίζεσαινα υποστηρίζεστε, να στηριζόσαστε
να υποστηρίζεινα υποστηρίζουν(ε)να υποστηρίζεταινα υποστηρίζονται
Aoristνα υποστηρίξωνα υποστηρίξουμε, να υποστηρίξομενα στηριχτώνα στηριχτούμε
να υποστηρίξειςνα υποστηρίξετενα στηριχτείςνα στηριχτείτε
να υποστηρίξεινα υποστηρίξουν(ε)να στηριχτείνα στηριχτούν(ε)
Perf να έχω υποστηρίξει
να έχω υποστηριγμένο
να έχουμε υποστηρίξει
να έχουμε υποστηριγμένο
να έχω στηριχτεί
να έχω στηριχθεί
να είμαι υποστηριγμένος, -η
να έχουμε στηριχτεί
να έχουμε στηριχθεί
να είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
να έχεις υποστηρίξει
να έχεις υποστηριγμένο
να έχετε υποστηρίξει
να έχετε υποστηριγμένο
να έχεις στηριχτεί
να έχεις στηριχθεί
να είσαι υποστηριγμένος, -η
να έχετε στηριχτεί
να έχετε στηριχθεί
να είστε υποστηριγμένοι, -ες
να έχει υποστηρίξει
να έχει υποστηριγμένο
να έχουν υποστηρίξει
να έχουν υποστηριγμένο
να έχει στηριχτεί
να έχει στηριχθεί
να είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
να έχουν στηριχτεί
να έχουν στηριχθεί
να είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυποστήριζευποστηρίζετευποστηρίζεστε
Aoristυποστήριξευποστηρίξτε, υποστηρίχτευποστηρίξουστηριχτείτε
Part
izip
Presυποστηρίζοντας
Perfέχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένουποστηριγμένος, -η, -ουποστηριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristυποστηρίξειστηριχτεί, στηριχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback