verteidigen
 Verb

υπερασπίζομαι Verb
(56)
υπερασπίζω 
(2)
προασπίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Als ehemaliger Gewerkschaftsunterhändler bin ich es gewöhnt, Verhandlungsergebnisse zu verteidigen.Ως πρώην συνδικαλιστής έχω συνηθίσει να υπερασπίζομαι αποτελέσματα διαπραγματεύσεων.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte den Extremismus nicht verteidigen, aber er kommt nicht von ungefähr.Δεν υπερασπίζομαι τον εξτρεμισμό, αλλά δεν έρχεται από το πουθενά.

Übersetzung bestätigt

Minderheiten sollten sich im Land, in dem sie leben, wohlfühlen und daher werde ich jede Minderheitensprache immer konsequent verteidigen, aber immer als Sprache einer Minderheit.Οι μειονότητες πρέπει να αισθάνονται άνετα στη χώρα όπου ζουν, και γι' αυτό πάντα θα υπερασπίζομαι με επιμονή κάθε μειονοτική γλώσσα, πάντα όμως ως τη γλώσσα μιας μειονότητας.

Übersetzung bestätigt

Es ist meine Pflicht, die Rechte der Menschen zu verteidigen, das Recht auf freie Meinungsäußerung zu verteidigen, das Recht der Medien auf Bereitstellung von freien und pluralistischen Informationen zu verteidigen, weil dies bedeutet, das Recht der Bürger auf uneingeschränkten Zugang zu Informationen zu verteidigen.Αποτελεί καθήκον μου να υπερασπίζομαι τα δικαιώματα των λαών, να υπερασπίζομαι την ελευθερία της έκφρασης, να υπερασπίζομαι το δικαίωμα των μέσων ενημέρωσης να παρέχουν ελεύθερη και πλουραλιστική πληροφόρηση, επειδή αυτό σημαίνει την υπεράσπιση του δικαιώματος των πολιτών στην πληροφόρηση με απόλυτη ελευθερία.

Übersetzung bestätigt

Ich werde die zukünftige Reform der GFP mit Interesse und besonderer Aufmerksamkeit verfolgen und immer die Interessen Portugals in diesem strategischen Sektor verteidigen.Θα παρακολουθώ τη μελλοντική μεταρρύθμιση της ΚΑλΠ με ενδιαφέρον και ιδιαίτερη προσοχή, και θα υπερασπίζομαι πάντα τα πορτογαλικά συμφέροντα σε αυτόν τον στρατηγικό τομέα.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΩ
I defend
AktivAktiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υπερασπίζωυπερασπίζουμε, υπερασπίζομευπερασπίζομαιυπερασπιζόμαστε
υπερασπίζειςυπερασπίζετευπερασπίζεσαιυπερασπίζεστε, υπερασπιζόσαστε
υπερασπίζειυπερασπίζουν(ε)υπερασπίζεταιυπερασπίζονται
Imper
fekt
υπεράσπιζαυπερασπίζαμευπερασπιζόμουν(α)υπερασπιζόμαστε, υπερασπιζόμασταν
υπεράσπιζεςυπερασπίζατευπερασπιζόσουν(α)υπερασπιζόσαστε, υπερασπιζόσασταν
υπεράσπιζευπεράσπιζαν, υπερασπίζαν(ε)υπερασπιζόταν(ε)υπερασπίζονταν, υπερασπιζόντανε, υπερασπιζόντουσαν
Aoristυπεράσπισαυπερασπίσαμευπερασπίστηκαυπερασπιστήκαμε
υπεράσπισεςυπερασπίσατευπερασπίστηκεςυπερασπιστήκατε
υπεράσπισευπεράσπισαν, υπερασπίσαν(ε)υπερασπίστηκευπερασπίστηκαν, υπερασπιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υπερασπίσειέχουμε υπερασπίσειέχω υπερασπιστείέχουμε υπερασπιστεί
έχεις υπερασπίσειέχετε υπερασπίσειέχεις υπερασπιστείέχετε υπερασπιστεί
έχει υπερασπίσειέχουν υπερασπίσειέχει υπερασπιστείέχουν υπερασπιστεί
Plu
per
fekt
είχα υπερασπίσειείχαμε υπερασπίσειείχα υπερασπιστείείχαμε υπερασπιστεί
είχες υπερασπίσειείχατε υπερασπίσειείχες υπερασπιστείείχατε υπερασπιστεί
είχε υπερασπίσειείχαν υπερασπίσειείχε υπερασπιστείείχαν υπερασπιστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υπερασπίζωθα υπερασπίζουμε, θα υπερασπίζομεθα υπερασπίζομαιθα υπερασπιζόμαστε
θα υπερασπίζειςθα υπερασπίζετεθα υπερασπίζεσαιθα υπερασπίζεστε, θα υπερασπιζόσαστε
θα υπερασπίζειθα υπερασπίζουν(ε)θα υπερασπίζεταιθα υπερασπίζονται
Fut
ur
θα υπερασπίσωθα υπερασπίσουμε, θα υπερασπίζομεθα υπερασπιστώθα υπερασπιστούμε
θα υπερασπίσειςθα υπερασπίσετεθα υπερασπιστείςθα υπερασπιστείτε
θα υπερασπίσειθα υπερασπίσουν(ε)θα υπερασπιστείθα υπερασπιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υπερασπίσειθα έχουμε υπερασπίσειθα έχω υπερασπιστείθα έχουμε υπερασπιστεί
θα έχεις υπερασπίσειθα έχετε υπερασπίσειθα έχεις υπερασπιστείθα έχετε υπερασπιστεί
θα έχει υπερασπίσειθα έχουν υπερασπίσειθα έχει υπερασπιστείθα έχουν υπερασπιστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υπερασπίζωνα υπερασπίζουμε, να υπερασπίζομενα υπερασπίζομαινα υπερασπιζόμαστε
να υπερασπίζειςνα υπερασπίζετενα υπερασπίζεσαινα υπερασπίζεστε, να υπερασπιζόσαστε
να υπερασπίζεινα υπερασπίζουν(ε)να υπερασπίζεταινα υπερασπίζονται
Aoristνα υπερασπίσωνα υπερασπίσουμε, να υπερασπίσομενα υπερασπιστώνα υπερασπιστούμε
να υπερασπίσειςνα υπερασπίσετενα υπερασπιστείςνα υπερασπιστείτε
να υπερασπίσεινα υπερασπίσουν(ε)να υπερασπιστείνα υπερασπιστούν(ε)
Perfνα έχω υπερασπίσεινα έχουμε υπερασπίσεινα έχω υπερασπιστείνα έχουμε υπερασπιστεί
να έχεις υπερασπίσεινα έχετε υπερασπίσεινα έχεις υπερασπιστείνα έχετε υπερασπιστεί
να έχει υπερασπίσεινα έχουν υπερασπίσεινα έχει υπερασπιστείνα έχουν υπερασπιστεί
Imper
ativ
Presυπεράσπιζευπερασπίζετευπερασπίζεστε
Aoristυπεράσπισευπερασπίστευπερασπίσουυπερασπιστείτε
Part
izip
Presυπερασπίζοντας
Perfέχοντας υπερασπίσει
InfinAoristυπερασπίσειυπερασπιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback