εκπροσωπώ Verb (69) |
αντικαθιστώ Verb (8) |
αντιπροσωπεύω Verb (5) |
αναπληρώνω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Auch dieses demokratische Defizit verlangt eine Reaktion von uns, und aus diesem Grunde haben wir soeben im Kollegium beschlossen, kurz nach der Eröffnung der Ministerkonferenz, auf der ich die Ehre habe, die Kommission neben Herrn Prodi zu vertreten und auf der wir, wie ich wiederholen möchte, vertrauensvoll mit Ihren beiden Vertretern, Herrn Brok und Herrn Tsatsos, zusammenarbeiten werden, den "Dialog für Europa und über Europa " zu starten und so unseren Beitrag zu diesem direkten Kontakt mit den Bürgern zu leisten. | Επομένως, καλούμαστε επίσης να αντιμετωπίσουμε το δημοκρατικό αυτό έλλειμμα, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο την επομένη αμέσως της έναρξης της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, κατά τη διάρκεια της οποίας θα έχω την τιμή να εκπροσωπώ την Επιτροπή πλάι στον κ. Prodi, εργαζόμενος, το επαναλαμβάνω, σε σχέση στενής εμπιστοσύνης με τους δύο εκπροσώπους σας, τους κ.κ. Brok και Τσάτσο, αποφασίσαμε προ ολίγου στο πλαίσιο της Επιτροπής να ξεκινήσουμε "Διάλογο υπέρ της Ευρώπης και για την Ευρώπη" , επιτελώντας τον ρόλο μας σε αυτή την άμεση επαφή με τους πολίτες. Übersetzung bestätigt |
Ich freue mich, daß der Frauenanteil in der Nationalversammlung in Wales, welches ich vertrete, 40 % beträgt. Das ist das Ergebnis positiver Maßnahmen der politischen Parteien; andererseits sind im Unterhaus lediglich vier Frauen aus Wales vertreten, was gerade einmal 10 % aller Abgeordneten ausmacht. | Με χαρά μου σας αναφέρω ότι στην Ουαλλία, την οποία εκπροσωπώ, το 40% των μελών της εθνοσυνέλευσής μας είναι γυναίκες χάρη σε θετικές ενέργειες των πολιτικών κομμάτων, αλλά από την άλλη πλευρά, έχουμε μόνο 4 γυναίκες βουλευτές από την Ουαλλία στη Βουλή των Κοινοτήτων, που αποτελούν μόνο το 10% του συνόλου. Übersetzung bestätigt |
Diese Fehler sind nicht hinnehmbar. Als Cumbrier kenne ich eine Menge Leute in meinem Heimatkreis den ich hier vertreten darf -, die sich von der British Nuclear Fuels im Stich gelassen fühlen. | Ως καταγόμενος από την Κάμπρια ξέρω πως πολλοί άνθρωποι στην κομητεία όπου γεννήθηκα και την οποία έχω την τιμή να εκπροσωπώ αισθάνονται απογοητευμένοι από τη British Nuclear Fuels. Übersetzung bestätigt |
Die Rentner, die ich die Freude und Ehre habe zu vertreten, gehören zu denjenigen, die bei solchen Anlässen besonders bereitwillig ihre Unterstützung und Tatkraft zugunsten jener Unglücklichen einsetzen, die eine Katastrophe erleiden. | Οι συνταξιούχοι, τους οποίους έχω την ευχαρίστηση και την τιμή να εκπροσωπώ, είναι από εκείνους που σ' αυτές τις περιπτώσεις προσφέρονται με τη μεγαλύτερη προθυμία να πάνε να προσφέρουν και τη δική τους βοήθεια και τη δική τους δράση υπέρ εκείνων, των δυστυχέστερων, που έχουν πληγεί από κάποια καταστροφή. Übersetzung bestätigt |
Sie wird sich sicherlich noch daran erinnern, dass ich sie seinerzeit gefragt habe, ob sie für die Rentner die ich hier als Repräsentant der italienischen Rentnerpartei vertreten darf eine gute Fee oder eine böse Hexe sei. | Γνωρίζω ήδη πολύ καλά και επικροτώ τις μέχρι στιγμής ενέργειες της Επιτρόπου Αννας Διαμαντοπούλου, η οποία θα θυμάται ότι μια μέρα τη ρώτησα αν είναι για τους συνταξιούχους τους οποίους έχω την τιμή να εκπροσωπώ εδώ ως εκπρόσωπος του Κόμματος των Συνταξιούχων είναι Χιονάτη ή κακή μάγισσα. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
verfechten |
rechtfertigen |
eintreten für |
vertreten |
verteidigen |
(sich) hinter etwas stellen |
stehen für |
soutenieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vertrete | ||
du | vertrittst | |||
er, sie, es | vertritt | |||
Präteritum | ich | vertrat | ||
Konjunktiv II | ich | verträte | ||
Imperativ | Singular | vertritt! | ||
Plural | vertretet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vertreten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vertreten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αντιπροσωπεύω | αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύομε | αντιπροσωπεύομαι | αντιπροσωπευόμαστε |
αντιπροσωπεύεις | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύεσαι | αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπευόσαστε | ||
αντιπροσωπεύει | αντιπροσωπεύουν(ε) | αντιπροσωπεύεται | αντιπροσωπεύονται | ||
Imper fekt | αντιπροσώπευα | αντιπροσωπεύαμε | αντιπροσωπευόμουν(α) | αντιπροσωπευόμαστε | |
αντιπροσώπευες | αντιπροσωπεύατε | αντιπροσωπευόσουν(α) | αντιπροσωπευόσαστε | ||
αντιπροσώπευε | αντιπροσώπευαν, αντιπροσωπεύαν(ε) | αντιπροσωπευόταν(ε) | αντιπροσωπεύονταν | ||
Aorist | αντιπροσώπευσα | αντιπροσωπεύσαμε | αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύθηκα | αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευθήκαμε | |
αντιπροσώπευσες | αντιπροσωπεύσατε | αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύθηκες | αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπευθήκατε | ||
αντιπροσώπευσε | αντιπροσώπευσαν, αντιπροσωπεύσαν(ε) | αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπεύθηκε | αντιπροσωπεύτηκαν, αντιπροσωπευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα αντιπροσωπεύω | θα αντιπροσωπεύουμε, | θα αντιπροσωπεύομαι | θα αντιπροσωπευόμαστε | |
θα αντιπροσωπεύεις | θα αντιπροσωπεύετε | θα αντιπροσωπεύεσαι | θα αντιπροσωπεύεστε, | ||
θα αντιπροσωπεύει | θα αντιπροσωπεύουν(ε) | θα αντιπροσωπεύεται | θα αντιπροσωπεύονται | ||
Fut ur | θα αντιπροσωπεύσω | θα αντιπροσωπεύσουμε, | θα αντιπροσωπευτώ, | θα αντιπροσωπευτούμε, | |
θα αντιπροσωπεύσεις | θα αντιπροσωπεύσετε | θα αντιπροσωπευτείς, | θα αντιπροσωπευτείτε, | ||
θα αντιπροσωπεύσει | θα αντιπροσωπεύσουν(ε) | θα αντιπροσωπευτεί, | θα αντιπροσωπευτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αντιπροσωπεύω | να αντιπροσωπεύουμε, | να αντιπροσωπεύομαι | να αντιπροσωπευόμαστε |
να αντιπροσωπεύεις | να αντιπροσωπεύετε | να αντιπροσωπεύεσαι | να αντιπροσωπεύεστε, | ||
να αντιπροσωπεύει | να αντιπροσωπεύουν(ε) | να αντιπροσωπεύεται | να αντιπροσωπεύονται | ||
Aorist | να αντιπροσωπεύσω | να αντιπροσωπεύσουμε, | να αντιπροσωπευτώ, | να αντιπροσωπευτούμε, | |
να αντιπροσωπεύσεις | να αντιπροσωπεύσετε | να αντιπροσωπευτείς, | να αντιπροσωπευτείτε, | ||
να αντιπροσωπεύσει | να αντιπροσωπεύσουν(ε) | να αντιπροσωπευτεί, | να αντιπροσωπευτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | αντιπροσώπευε | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύεστε | |
Aorist | αντιπροσώπευσε | αντιπροσωπεύστε, αντιπροσωπεύσετε | αντιπροσωπεύσου | αντιπροσωπευτείτε, αντιπροσωπευθείτε | |
Part izip | Pres | αντιπροσωπεύοντας | αντιπροσωπευόμενος | ||
Perf | έχοντας αντιπροσωπεύσει, | αντιπροσωπευμένος, -η, -ο | αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αντιπροσωπεύσει | αντιπροσωπευτεί, αντιπροσωπευθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.