αντιπροσωπεύω αντιπρόσωπος + -εύω ((Lehnübersetzung) französisch représenter)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Χαίρομαι για το γεγονός ότι το κράτος μέλος που έχω την τιμή να αντιπροσωπεύω κατάλαβε ότι θα πρέπει να υιοθετηθούν ιδιαίτερα μέτρα, όπως ακριβώς συνέβη στις Κάτω Χώρες, προκειμένου να επιτευχθεί μία συνεπής απλοποίηση της νομοθεσίας. | Erfreulicherweise hat der Mitgliedstaat, den hier vertreten zu dürfen ich die Ehre habe, eingesehen, dass es besonderer Maßnahmen bedarf, so wie es in den Niederlanden geschehen ist, um eine zielgerichtete Vereinfachung der Gesetzgebung zu erreichen. Übersetzung bestätigt |
(NL) Κυρία Πρόεδρε, έχω πραγματικά την χαρά να αντιπροσωπεύω σήμερα την Προεδρία, καθώς ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορεί δυστυχώς να παρευρεθεί στην σημερινή συνεδρίαση. | Es ist mir in der Tat ein Vergnügen, hier den Vorsitz zu vertreten, da der Justizminister leider nicht anwesend sein kann. Übersetzung bestätigt |
Ως βουλευτής του ΕΚ, επιθυμώ να αντιπροσωπεύω το οικονομικό και οικολογικό συμφέρον των ψηφοφόρων μου. | Als Abgeordneter möchte ich sowohl die wirtschaftlichen als auch ökologischen Interessen meiner Wählerschaft vertreten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αντιπροσωπεύω | αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύομε | αντιπροσωπεύομαι | αντιπροσωπευόμαστε |
αντιπροσωπεύεις | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύεσαι | αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπευόσαστε | ||
αντιπροσωπεύει | αντιπροσωπεύουν(ε) | αντιπροσωπεύεται | αντιπροσωπεύονται | ||
Imper fekt | αντιπροσώπευα | αντιπροσωπεύαμε | αντιπροσωπευόμουν(α) | αντιπροσωπευόμαστε | |
αντιπροσώπευες | αντιπροσωπεύατε | αντιπροσωπευόσουν(α) | αντιπροσωπευόσαστε | ||
αντιπροσώπευε | αντιπροσώπευαν, αντιπροσωπεύαν(ε) | αντιπροσωπευόταν(ε) | αντιπροσωπεύονταν | ||
Aorist | αντιπροσώπευσα | αντιπροσωπεύσαμε | αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύθηκα | αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευθήκαμε | |
αντιπροσώπευσες | αντιπροσωπεύσατε | αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύθηκες | αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπευθήκατε | ||
αντιπροσώπευσε | αντιπροσώπευσαν, αντιπροσωπεύσαν(ε) | αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπεύθηκε | αντιπροσωπεύτηκαν, αντιπροσωπευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα αντιπροσωπεύω | θα αντιπροσωπεύουμε, | θα αντιπροσωπεύομαι | θα αντιπροσωπευόμαστε | |
θα αντιπροσωπεύεις | θα αντιπροσωπεύετε | θα αντιπροσωπεύεσαι | θα αντιπροσωπεύεστε, | ||
θα αντιπροσωπεύει | θα αντιπροσωπεύουν(ε) | θα αντιπροσωπεύεται | θα αντιπροσωπεύονται | ||
Fut ur | θα αντιπροσωπεύσω | θα αντιπροσωπεύσουμε, | θα αντιπροσωπευτώ, | θα αντιπροσωπευτούμε, | |
θα αντιπροσωπεύσεις | θα αντιπροσωπεύσετε | θα αντιπροσωπευτείς, | θα αντιπροσωπευτείτε, | ||
θα αντιπροσωπεύσει | θα αντιπροσωπεύσουν(ε) | θα αντιπροσωπευτεί, | θα αντιπροσωπευτούν(ε), | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αντιπροσωπεύω | να αντιπροσωπεύουμε, | να αντιπροσωπεύομαι | να αντιπροσωπευόμαστε |
να αντιπροσωπεύεις | να αντιπροσωπεύετε | να αντιπροσωπεύεσαι | να αντιπροσωπεύεστε, | ||
να αντιπροσωπεύει | να αντιπροσωπεύουν(ε) | να αντιπροσωπεύεται | να αντιπροσωπεύονται | ||
Aorist | να αντιπροσωπεύσω | να αντιπροσωπεύσουμε, | να αντιπροσωπευτώ, | να αντιπροσωπευτούμε, | |
να αντιπροσωπεύσεις | να αντιπροσωπεύσετε | να αντιπροσωπευτείς, | να αντιπροσωπευτείτε, | ||
να αντιπροσωπεύσει | να αντιπροσωπεύσουν(ε) | να αντιπροσωπευτεί, | να αντιπροσωπευτούν(ε), | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | αντιπροσώπευε | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύεστε | |
Aorist | αντιπροσώπευσε | αντιπροσωπεύστε, αντιπροσωπεύσετε | αντιπροσωπεύσου | αντιπροσωπευτείτε, αντιπροσωπευθείτε | |
Part izip | Pres | αντιπροσωπεύοντας | αντιπροσωπευόμενος | ||
Perf | έχοντας αντιπροσωπεύσει, | αντιπροσωπευμένος, -η, -ο | αντιπροσωπευμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αντιπροσωπεύσει | αντιπροσωπευτεί, αντιπροσωπευθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vertrete | ||
du | vertrittst | |||
er, sie, es | vertritt | |||
Präteritum | ich | vertrat | ||
Konjunktiv II | ich | verträte | ||
Imperativ | Singular | vertritt! | ||
Plural | vertretet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vertreten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vertreten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | repräsentiere | ||
du | repräsentierst | |||
er, sie, es | repräsentiert | |||
Präteritum | ich | repräsentierte | ||
Konjunktiv II | ich | repräsentierte | ||
Imperativ | Singular | repräsentiere! repräsentier! | ||
Plural | repräsentiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
repräsentiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:repräsentieren |
αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] -ομαι : (πρβ. εκπροσωπώ) 1. βρίσκομαι κάπου με εντολή κάποιου άλλου και ενεργώ για λογαριασμό του: Ο Έλληνας πρεσβευτής θα αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στο συνέδριο για την ειρήνη. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.