{η}  καθοδήγηση Subst.  [kathodigisi, kathodijisi, kathothigisi, kathodhghsh]

{die}    Subst.
(307)
{die}    Subst.
(62)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu καθοδήγηση

καθοδήγηση Koine-Griechisch καθοδήγησις


GriechischDeutsch
Βλ. επίσης κεφάλαιο σχετικά με την τοξικότητα της μητέρας (3.7.2.4) για περαιτέρω καθοδήγηση στον τομέα αυτό.Weitere Anleitungen für diesen Bereich finden sich im Abschnitt über maternale Toxizität (3.7.2.4).

Übersetzung bestätigt

Ο αερομεταφορέας καταρτίζει εγχειρίδιο πτητικής εκμετάλλευσης (OM) σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος ΙΣΤ προς χρήση και καθοδήγηση του επιχειρησιακού προσωπικού.Der Luftfahrtunternehmer hat gemäß Abschnitt P ein Handbuch für den Gebrauch durch das Betriebspersonal und dessen Anleitung bereitzustellen.

Übersetzung bestätigt

Ο αερομεταφορέας παρέχει εγχειρίδιο πτητικής λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος ΙΣΤ προς χρήση και καθοδήγηση του επιχειρησιακού προσωπικού.Der Luftfahrtunternehmer hat gemäß Abschnitt P ein Handbuch für den Gebrauch durch das Betriebspersonal und dessen Anleitung bereitzustellen.

Übersetzung bestätigt

έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εκτός από την περίπτωση της απόκτησης (εξαιρουμένης της αγοράς) και κατοχής πυροβόλου όπλου για κυνήγι και σκοποβολή, υπό την προϋπόθεση ότι τα άτομα κάτω των 18 ετών έχουν την άδεια των γονέων τους ή τελούν υπό την καθοδήγησή τους, ή υπό την καθοδήγηση ενηλίκου κατόχου έγκυρης άδειας κυνηγίου ή σκοποβολής, ή βρίσκονται εντός εγκεκριμένου προπονητικού κέντρου που κατέχει σχετική άδεια ή άλλου είδους εγκεκριμένου κέντρου·mindestens 18 Jahre alt sind, außer im Falle des Erwerbs (nicht des Kaufs) und des Besitzes von Feuerwaffen für die Jagdausübung und für Sportschützen, sofern Personen, die jünger als 18 Jahre sind, eine Erlaubnis der Eltern besitzen, oder unter elterlicher Anleitung beziehungsweise Anleitung eines Erwachsenen mit gültigem Waffenoder Jagdschein stehen oder sich in einer zugelassenen Schießstätte befinden;

Übersetzung bestätigt

Λεπτομερής καθοδήγηση SAFAAusführliche SAFA-Anleitungen

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu καθοδήγηση

καθοδήγηση η [kaθoδíjisi] : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, υποδείξεις και συμβουλές για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος ή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει: Mε τη σωστή καθοδήγηση έφτασε στον προορισμό του. Ο νέος χρειάζεται την κατάλληλη καθοδήγηση. H εργασία αυτή γράφτηκε με την καθοδήγηση του δασκάλου μου. Ο λαός με την καθοδήγηση των ηγετών του θα αγωνιστεί για ένα καλύτερο μέλλον. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback