πηγάδι mittelgriechisch πηγάδι Koine-Griechisch πηγάδιον υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πηγή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
απευθείας από πηγάδι, γεώτρηση ή πηγή. | direkt aus einem Brunnen, einem Bohrloch oder einer Quelle. Übersetzung bestätigt |
Ένα διαμέρισμα το οποίο δεν εξαρτάται από το υγειονομικό καθεστώς των υδάτων που το περιβάλλουν εφοδιάζεται με νερό:α) από μονάδα επεξεργασίας λυμάτων που αδρανοποιεί τον σχετικό παθογόνο παράγοντα, προκειμένου να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο ο κίνδυνος εισαγωγής ασθένειας, ήβ) απευθείας από πηγάδι, γεώτρηση ή πηγή. | Ein vom Seuchenstatus der angrenzenden Gewässer unabhängiges Kompartiment wird mit Wasser versorgt:a) durch eine Wasseraufbereitungsanlage, die den jeweiligen Erreger inaktiviert, um das Risiko der Seucheneinschleppung auf ein vertretbares Maß zu senken, oderb) direkt aus einem Brunnen, einem Bohrloch oder einer Quelle. Übersetzung bestätigt |
απευθείας από πηγάδι, γεώτρηση ή πηγή. | über einen Brunnen, ein Bohrloch oder eine Quelle. Übersetzung bestätigt |
Υδάτινες πηγές που βρίσκονται μέσα ή κοντά στην εκμετάλλευση, η οποία χρησιμοποιεί νερό που αντλείται από πηγάδια ανοιγμένα με γεώτρηση ή εκσκαφή ή από φυσικές υπόγειες πηγές ύδατος ελεύθερης ροής ή από παρόμοιες πηγές. | Wasserquellen auf dem oder nahe am Betriebsgelände, deren Wasser aus gebohrten oder gegrabenen Brunnen oder aus frei fließenden natürlichen Grundwasserquellen oder dergleichen stammt. Übersetzung bestätigt |
Στον τρόπο άρδευσης, με αυλάκια και μάγγανο που αντλούσε νερό πολύ καλής ποιότητας από πηγάδι. | die Art der Bewässerung, die durch Gräben und Schöpfwerke erfolgte, mit denen hochwertiges Wasser aus Brunnen geschöpft wurde. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
πηγαδίσιος -α -ο |
πηγάδι το [piγáδi] : 1. βαθύ και σχετικά στενό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος, από το βάθος του οποίου πηγάζει νερό (που αντλείται για πό ση, άρδευση κτλ.): Xείλος / στόμα / πάτος πηγαδιού. Bγάζω / αντλώ νερό από το πηγάδι. Aνοίγω / σκάβω πηγάδι. Γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο πηγάδι. Στέρεψε το πηγάδι. || Tο στόμα του είναι σαν πηγάδι, μεγάλο, που λέει πολλά. ΦΡ στο πηγάδι κατούρησα;, ως παράπονο, διαμαρτυρία κάποιου που δεν τον λαμβάνουν υπόψη, τον μειώνουν, τον αδικούν κτλ. || (επέκτ.) κάθε βαθύ και στενό όρυγμα: Πηγάδια εξόρυξης πετρελαίου, φρέατα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.