{το}  διάλειμμα Subst.  [dialimma, thialimma, dialeimma]

{die}    Subst.
(1746)
{das}    Subst.
(9)
(0)

Etymologie zu διάλειμμα

διάλειμμα Koine-Griechisch διάλειμμα (παύση) altgriechisch διάλειμμα (διάκενο, κενό) διαλείπω + -μα διά + λείπω


GriechischDeutsch
Τα υποχρεωτικά αυτά διαλείμματα για τη μεταφορά ζώων σε μεγάλη απόσταση γίνονται στα σημεία ελέγχου, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1997, για τα κοινοτικά κριτήρια που απαιτούνται για τα σημεία ελέγχου και για την τροποποίηση του σχεδίου δρομολογίου που αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ [4].Solche vorgeschriebenen Pausen bei Langstreckentransporten von Tieren finden an Kontrollstellen gemäß Artikel 1 Absatz 1 der Verordnung (EG) Nr. 1255/97 vom 25. Juni 1997 zur Festlegung gemeinschaftlicher Kriterien für Aufenthaltsorte und zur Anpassung des im Anhang der Richtlinie 91/628/EWG vorgesehenen Transportplans zur Festlegung gemeinschaftlicher Kriterien für Aufenthaltsorte und zur Anpassung des im Anhang der Richtlinie 91/628/EWG vorgesehenen Transportplans [4] statt.

Übersetzung bestätigt

τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες και τις αργίες·Dauer der Arbeitszeit, Überstunden, Pausen, Ruhezeiten, Nachtarbeit, Urlaub, arbeitsfreie Tage,

Übersetzung bestätigt

το κύριο διάλειμμα για φαγητό (δηλαδή όχι οι σύντομες περίοδοι ανάπαυσης ή τα διαλείμματα για καφέ ή τσάι),Pausen für das Einnehmen von Hauptmahlzeiten (d. h. keine kurzen Erholungsoder Erfrischungspausen);

Übersetzung bestätigt

Εξαιρούνται επίσης τα διαλείμματα για γεύμα και ο χρόνος μετακίνησης μεταξύ του χώρου εργασίας και της κατοικίας.Ebenfalls nicht erfasst werden Pausen für das Einnehmen von Mahlzeiten und die Fahrtzeiten zwischen Wohnung und Arbeitsstätte.

Übersetzung bestätigt

Υπέρβαση κατά 50 % ή περισσότερο, κατά τη διάρκεια ημερήσιας περιόδου εργασίας, του μέγιστου χρονικού ορίου ημερήσιου χρόνου εργασίας, χωρίς να υπάρχει διάλειμμα ή περίοδος συνεχούς ανάπαυσης 4,5 ωρών.Während der täglichen Arbeitszeit Überschreitung der maximalen Tageslenkzeit um 50 % oder mehr ohne Pause oder ohne ununterbrochene Ruhezeit von mindestens 4,5 Stunden.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu διάλειμμα

διάλειμμα το [δiádivma & δjádivma] : προσωρινή διακοπή μιας δραστηριότητας ή μιας κατάστασης, καθώς και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα στη δουλειά μου, για να ξεκουραστώ. Tο σχολικό διάλειμμα, ανάμεσα σε δύο διδακτικές ώρες. Xτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. Στο μεγάλο διάλειμμα παίξαμε μπάλα. Mετά την πρώτη πράξη του έργου γίνεται διάλειμμα. Σήμερα είχε λιακάδα με διαλείμματα βροχής. Συνεχείς πόλεμοι με μικρά διαλείμματα ειρήνης. (έκφρ.) κατά διαλείμματα, για κτ. που δε συμβαίνει συνεχώς, αλλά ακανόνιστα με σχετικά μεγάλες διακοπές: Bρέχει / δουλεύει κατά διαλείμματα, κατά διαστήματα. φωτεινά διαλείμματα, περίοδοι διανοητικής διαύγειας. διαλειμματάκι το YΠΟKΟΡ: Aς κάνουμε ένα διάλειμμα για να ξεκουραστούμε.

[λόγ. < ελνστ. διάλειμμα `παύση΄, αρχ. σημ.: `κενό΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback