{η}  ύφεση Subst.  [ifesi, yfesh]

{die}    Subst.
(822)
{die}    Subst.
(18)

Etymologie zu ύφεση

ύφεση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕφε(σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση[1] ὑφίημαι (υποχωρώ) ὑπό (ύφ-) ἵημι.


GriechischDeutsch
Η μείωση του κύκλου εργασιών στις αγορές του εξωτερικού οφειλόταν κυρίως στην ύφεση και στο γεγονός ότι η Dressta, υπό την επιρροή του κύριου μετόχου και ανταγωνιστή της HSW SA, μείωσε σημαντικά τις πωλήσεις των προϊόντων της HSW SA στην αγορά της Βορείου Αμερικής.Der Umsatzrückgang auf ausländischen Märkten war in erster Linie auf eine Rezession sowie auf die Tatsache zurückzuführen, dass Dressta unter dem Einfluss ihres größten Teilhabers und eines ernstzunehmenden Konkurrenten der HSW S.A. den Verkauf von Produkten der HSW S.A. auf dem nordamerikanischen Markt eingeschränkt hat.

Übersetzung bestätigt

Η απόκλιση κατά 13 % κατά την περίοδο 1998-2002 στα έσοδα του TV2 από διαφημίσεις αντιστοιχεί προς τη γενικότερη οικονομική ύφεση.Die Schwankungen bei den Werbeeinnahmen von TV2 von 13 % in den Jahren 1998-2002 seien auf die allgemeine wirtschaftliche Rezession zurückzuführen gewesen.

Übersetzung bestätigt

Εξελίξεις τιμών παγκοσμίως, οικονομική ύφεση και συρρίκνωση της αγοράςWeltweite Preisentwicklung, Rezession und Marktschrumpfung

Übersetzung bestätigt

Η μείωση αυτή στην κατανάλωση προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη γενική οικονομική ύφεση κατά την εν λόγω περίοδο έως το 2002.Diese rückläufige Entwicklung ist vor allem auf die allgemeine wirtschaftliche Rezession seit 2002 zurückzuführen.

Übersetzung bestätigt

Πάντως, η παρούσα συγκυριακή επιβράδυνση, η οποία οδήγησε σε ύφεση το 2003, προκάλεσε σημαντική απόκλιση 2,6 εκατοστιαίων μονάδων μεταξύ της πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ κατά το έτος αυτό και της αρχικής δημοσιονομικής πρόβλεψης.Allerdings führte der 2003 in einer Rezession gemündete Konjunkturabschwung zu einer erheblichen Differenz von 2,6 Prozentpunkten zwischen dem jährlichen BIP-Wachstumsergebnis und der ursprünglichen Haushaltsprojektion.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu ύφεση

ύφεση η [ífesi] : 1.υποχώρηση της έντασης με συνέπεια τη βελτίωση μιας οξυμμένης ή δυσάρεστης κατάστασης: H κακοκαιρία / η επιδημία βρίσκεται σε ύφεση. H σεισμική έξαρση παρουσίασε ύφεση. Οι σχέσεις τους περνούν τώρα ένα στάδιο ύφεσης. H ύφεση είναι η μόνη δυνατή πολιτική. Tα κινήματα ειρήνης αγωνίζονται για τη διεθνή ύφεση, για τη μείωση των εξοπλισμών και την υποχώρηση της έντασης μεταξύ των κρατών. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback