{η}  ενσωμάτωση Subst.  [ensomatosi, enswmatwsh]

{die}    Subst.
(41)
{die}    Subst.
(1)

Etymologie zu ενσωμάτωση

ενσωμάτωση Koine-Griechisch ἐνσωμάτωσις ἐνσωματόω / ἐνσωματῶ altgriechisch σῶμα ((Lehnübersetzung) französisch incorporation)


GriechischDeutsch
Θα πρέπει να πραγματοποιείται λεπτομερής ιστοπαθολογική εξέταση των όρχεων (π.χ. χρησιμοποιώντας στερεωτικό Bouin, ενσωμάτωση σε παραφίνη και εγκάρσιες τομές πάχους 4-5μm) για τον εντοπισμό επιδράσεων σχετιζόμενων με την αγωγή όπως κατακρατούμενες σπερματίδες, ελλείπουσες στιβάδες ή τύποι γεννητικών κυττάρων, πολυπυρηνικά γιγαντοκύτταρα ή εσχάρωση σπερμογενών κυττάρων στον αυλό (14).An den Hoden ist eine eingehende histopathologische Untersuchung vorzunehmen (z. B. Verwendung des Bouinschen Fixiermittels, Einbettung in Paraffin und transversale Schnitte von 4 bis 5 μm Dicke), um behandlungsbedingte Auswirkungen wie Retention von Spermatiden, fehlende Keimzellenschichten oder -typen, mehrkernige Riesenzellen oder die Ablösung von spermatogenen Zellen in das Lumen festzustellen (14).

Übersetzung bestätigt

Επιπροσθέτως, η ενσωμάτωση ενός παραγώγου σε μια κινητή αξία ή σε έναν τίτλο της χρηματαγοράς συνεπάγεται τον κίνδυνο να παρακαμφθούν οι κανόνες περί παραγώγων τους οποίους επιβάλλει η οδηγία 85/611/ΕΟΚ.Die Einbettung eines Derivats in ein Wertpapier oder Geldmarktinstrument birgt überdies die Gefahr, dass die Vorschriften der Richtlinie 85/611/EWG für Derivate umgangen werden.

Übersetzung bestätigt

Όμως, η ενσωμάτωση ενός παράγωγου στοιχείου σε μια κινητή αξία ή σε έναν τίτλο της χρηματαγοράς δεν μετατρέπει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό μέσο σε χρηματοπιστωτικό παράγωγο μέσο, το οποίο δεν θα ενέπιπτε στους ορισμούς της κινητής αξίας ή του τίτλου της χρηματαγοράς.Die Einbettung einer Derivatkomponente in ein Wertpapier oder Geldmarktinstrument führt nicht dazu, dass das gesamte Finanzinstrument zu einem Finanzderivat wird, das nicht mehr unter die Definition des Wertpapiers oder Geldmarktinstruments fiele.

Übersetzung bestätigt

Προσέγγιση επιστήμης και κοινωνίας με σκοπό την αρμονική ενσωμάτωση της επιστήμης και της τεχνολογίας στον ευρωπαϊκό κοινωνικό ιστό.Annäherung von Wissenschaft und Gesellschaft im Interesse einer harmonischen Einbettung von Wissenschaft und Technik in die europäische Gesellschaft.

Übersetzung bestätigt

προσέγγιση επιστήμης και κοινωνίας με σκοπό την αρμονική ενσωμάτωση της επιστήμης και της τεχνολογίας στον ευρωπαϊκό κοινωνικό ιστό,Annäherung von Wissenschaft und Gesellschaft im Interesse einer harmonischen Einbettung von Wissenschaft und Technik in die europäische Gesellschaft,

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu ενσωμάτωση

ενσωμάτωση η [ensomátosi] : α.ένωση, σύνδεση, συνένωση πράγματος με άλλο ή τοποθέτησή του ή ένταξή του μέσα σε άλλα έτσι, ώστε να αποτελεί κτ. το ενιαίο με αυτά και να χάνει την αυτοτέλειά του. β. ένταξη που επιφέρει ή αλλοίωση χαρακτηριστικών και εναρμόνιση ή υποταγή: H σταδιακή αποδυνάμωση του κινήματος διαμαρτυρίας και η τελική ενσωμάτωσή του στο / με το σύστημα· (πρβ. απορρόφηση).

[λόγ. < ελνστ. ἐνσωμάτω(σις) `ενσάρκωση΄ -ση κατά τη σημ. του ενσωματώνω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback