{η}  κατανάλωση Subst.  [katanalosi, katanalwsh]

{der}    Subst.
(4176)
{der}    Subst.
(3432)
{der}    Subst.
(693)

Etymologie zu κατανάλωση

κατανάλωση Koine-Griechisch κατανάλωσις ((Lehnbedeutung) französisch consommation)


GriechischDeutsch
Δεδομένου ότι η ποσότητα της εισαγόμενης και εξαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, σε σχέση με την εσωτερική παραγωγή και κατανάλωση, είναι ελάχιστη, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένα τρίτο της εισαγωγής ρυθμίζεται από μακροπρόθεσμες συμβάσεις [126], η Επιτροπή κρίνει ότι η προσπάθεια για την εν λόγω επέκταση της προσομοίωσης ενδέχεται να αποδειχθεί υπέρμετρο.Angesichts dessen, dass Ungarns importierte bzw. exportierte Strommenge im Vergleich zur inländischen Erzeugung und zum inländischen Verbrauch begrenzt ist, ferner unter Berücksichtigung dessen, dass ein Drittel des Imports von langfristigen Verträgen gebunden ist [126], ist die Kommission der Ansicht, dass eine derartige Ausweitung der Simulation unverhältnismäßige Kraftanstrengungen erfordern würde.

Übersetzung bestätigt

Προκειμένου για τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις που συνάπτουν οι τελικοί μεγάλοι καταναλωτές ο κίνδυνος των υπέρογκων αγορών είναι επίσης περιορισμένος, αφενός επειδή είναι περιορισμένη και η διάρκεια ισχύος των συμβάσεων αυτών, αφετέρου δε επειδή η κατανάλωση των τελικών εμπορικών και βιομηχανικών καταναλωτών που συνάπτουν παρόμοιες συμβάσεις είναι σταθερή και προβλέψιμη, πράγμα που για τους προαναφερόμενους λόγους δεν ισχύει για τη MVM.Das Risiko des Kaufs von überflüssiger Elektrizität ist auch bei den langfristigen Verträgen, die von den Großkunden abgeschlossen werden, gering, weil deren Laufzeit begrenzt ist, und weil der Verbrauch dieser Großkunden im Allgemeinen stabil und berechenbar ist — was aus den vorstehend genannten Gründen bei MVM nicht der Fall ist.

Übersetzung bestätigt

Στο τουριστικό κατάλυμα είναι τοποθετημένοι πρόσθετοι μετρητές ενέργειας και νερού, ώστε να είναι δυνατή η συλλογή δεδομένων σχετικά με την κατανάλωση κατά τις διάφορες δραστηριότητες ή από τις διάφορες μηχανές, όπως στα δωμάτια, στους χώρους των πλυντηρίων ρούχων, στις κουζίνες ή/και σε συγκεκριμένα μηχανήματα, όπως ψυγεία, πλυντήρια ρούχων κ.λπ.Der Beherbergungsbetrieb muss zusätzliche Stromund Wasserzähler einbauen, um Daten über den Verbrauch in unterschiedlichen Bereichen oder von verschiedenen Geräten erheben zu können (z. B. Zimmer, Wäscheund Küchendienst und/oder spezifische Geräte wie z. B. Kühlschränke oder Waschmaschinen).

Übersetzung bestätigt

Στο τουριστικό κατάλυμα προβλέπονται διαδικασίες για τη συλλογή και την παρακολούθηση δεδομένων σχετικά με την κατανάλωση χημικών ουσιών που εκφράζονται σε kg ή/και λίτρα, τα οποία προσδιορίζουν εάν το προϊόν είναι συμπυκνωμένο ή όχι, καθώς και τον όγκο των παραγομένων αποβλήτων (λίτρα ή/και kg μη διαχωρισμένων αποβλήτων).Der Beherbergungsbetrieb muss über die Möglichkeit verfügen, Daten über den Verbrauch von Chemikalien (in kg und/oder l mit der Angabe, ob es sich um Konzentrate handelt) und das angefallene Abfallvolumen (in l und/oder kg unsortierten Abfalls) zu erheben und zu kontrollieren.

Übersetzung bestätigt

Τα δεδομένα συγκεντρώνονται, όπου αυτό είναι εφικτό, ανά μήνα ή τουλάχιστον ετησίως, και εκφράζονται επίσης ως κατανάλωση ή παραγωγή ανά διανυκτέρευση και ανά m2 εσωτερικού χώρου.Die Daten sind möglichst monatlich oder mindestens jährlich zu erheben und darüber hinaus als Verbrauch bzw. Produktion je Übernachtung und je Quadratmeter Innenfläche anzugeben.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu κατανάλωση

κατανάλωση η [katanálosi] : η ενέργεια του καταναλώνω. 1. (οικον.) χρησιμοποίηση ενός μέρους από κάποια ποσότητα ή από κάποιο αριθμό οικονομικών αγαθών ή υπηρεσιών, σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, για την ικανοποίηση προσωπικών ή οικογενειακών συνήθ. αναγκών: Άμεση / παραγωγική κατανάλωση. Προϊόντα ευρείας καταναλώσεως. Kάνω / γίνεται μεγάλη / μικρή κατανάλωση ψωμιού / νερού / χαρτιού / ρεύματος. Φόρος καταναλώσεως, με τον οποίο επιβαρύνονται ορισμένα καταναλωτικά αγαθά. || κατανάλωση θερμίδων. α2. η πώληση αγαθών για κατανάλωση: Aύξηση / μείωση της κατανάλωσης ειδών πολυτελείας / των τσιγάρων. Aυξήθηκε η κατανάλωση του καταστήματος, των ειδών που πουλάει. (έκφρ.) στην κατανάλωση το κέρδος, για να δηλώσουμε ότι ο έμπορος κερδίζει όταν πουλάει φτηνά και πολλά και όχι λίγα και ακριβά· ΣYN (λόγ.) εν τη καταναλώσει το κέρδος. || (μτφ.): Συνθήματα / επιχειρήματα / δικαιολογίες για εσωτερική / για ευρεία κατανάλωση, που απευθύνονται σε ένα προσωπικό κύκλο ανθρώπων που είναι έτοιμοι να τα πιστέψουν ή στον πολύ κόσμο που δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη σοβαρότητα ή την αλήθεια αυτών, τα οποία ακούει. α3. ο χώρος όπου πουλιούνται τα αγαθά και οι αγοραστές αυτών των αγαθών: Mε το σύστημα των λαϊκών αγορών η παραγωγή φτάνει κατευθείαν στην κατανάλωση. (έκφρ.) από την παραγωγή στην κατανάλωση, χωρίς μεσάζοντες και για να τονιστεί ότι τα προϊόντα είναι πολύ φρέσκα ή πολύ φτηνά. β. κατανάλωση χρημάτων, ξόδεμα χρημάτων για την εξασφάλιση οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών. γ. η ποσότητα ενός υλικού που χρειάζεται κτ. για να λειτουργήσει ή για να αποδώσει: Γίνεται μεγάλη κατανάλωση καυσίμου από τον κινητήρα. κατανάλωση νερού από τη γεωργία. Aυτό το αυτοκίνητο έχει μεγάλη κατανάλωση, καταναλώνει πολλά καύσιμα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback