Δούλευε να φας και κλέψε να 'χεις; Κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει
δουλεύω Koine-Griechisch δουλεύω altgriechisch δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μου ήρθε μια ιδέα: μια ζωή από απομεινάρια την οποία έχω ξεκινήσει να δουλεύω -το επόμενό μου πρότζεκτ. | Mir kam diese Idee: Ein voller kleiner Stücke, mit dem ich gerade zu arbeiten anfange -mein nächstes Projekt. Übersetzung nicht bestätigt |
Έτσι, έφτιαξα μια νέα τεχνολογία, και λατρεύω να είναι δημιουργικά τα πράγματα, και λατρεύω να δουλεύω με δημιουργικούς ανθρώπους. | Ich habe also neue Technologie entwickelt, und ich liebe es kreativ zu sein, und mit kreativen Leuten zu arbeiten. Übersetzung nicht bestätigt |
Και θα δουλεύω ξυπόλυτη στην άμμο. | Und ich werde barfuß am Strand arbeiten. Übersetzung nicht bestätigt |
Και πραγματικά δεν ήθελα να δουλεύω μόνο στο περίβλημα, αλλά πάνω στην συνολική ανθρώπινη εμπειρία. | Ich wollte nicht nur an der Haut arbeiten, sondern an der gesamten menschlichen Erfahrung. Übersetzung nicht bestätigt |
Αλλά μετά από τρία ταξίδια στην Ανταρκτική, αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να δουλεύω σε πιο θερμά νερά. | Doch nach drei Reisen in die Antarktis entschied ich, dass es vielleicht angenehmer wäre, in wärmeren Gewässern zu arbeiten. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δουλεύω | δουλεύουμε, δουλεύομε | δουλεύομαι | δουλευόμαστε |
δουλεύεις | δουλεύετε | δουλεύεσαι | δουλεύεστε, δουλευόσαστε | ||
δουλεύει | δουλεύουν(ε) | δουλεύεται | δουλεύονται | ||
Imper fekt | δούλευα | δουλεύαμε | δουλευόμουν(α) | δουλευόμαστε, δουλευόμασταν | |
δούλευες | δουλεύατε | δουλευόσουν(α) | δουλευόσαστε, δουλευόσασταν | ||
δούλευε | δούλευαν, δουλεύαν(ε) | δουλευότανε | δουλεύονταν, δουλευόντανε, δουλευόντουσαν | ||
Aorist | δούλεψα | δουλέψαμε | δουλεύτηκα | δουλευτήκαμε | |
δούλεψες | δουλέψατε | δουλεύτηκες | δουλευτήκατε | ||
δούλεψε | δούλεψαν, δουλέψαν(ε) | δουλεύτηκε | δουλεύτηκαν, δουλευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | είχα δουλεμένο | είχαμε δουλεμένο | |||
είχες δουλεμένο | είχατε δουλεμένο | ||||
είχε δουλεμένο | είχαν δουλεμένο | ||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δουλεύω | θα δουλεύουμε, | θα δουλεύομαι | θα δουλευόμαστε | |
θα δουλεύεις | θα δουλεύετε | θα δουλεύεσαι | θα δουλεύεστε, | ||
θα δουλεύει | θα δουλεύουν(ε) | θα δουλεύεται | θα δουλεύονται | ||
Fut ur | θα δουλέψω | θα δουλέψουμε, | θα δουλευτώ | θα δουλευτούμε | |
θα δουλέψεις | θα δουλέψετε | θα δουλευτείς | θα δουλευτείτε | ||
θα δουλέψει | θα δουλέψουν(ε) | θα δουλευτεί | θα δουλευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δουλέψει | θα έχουμε δουλέψει | |||
θα έχεις δουλέψει θα έχεις δουλεμένο | θα έχετε δουλέψει θα έχετε δουλεμένο | θα έχεις δουλευτεί θα είσαι δουλεμένος, -η | θα έχετε δουλευτεί θα είστε δουλεμένοι, -ες | ||
θα έχει δουλέψει θα έχει δουλεμένο | θα έχουν δουλέψει θα έχουν δουλεμένο | ||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δουλεύω | να δουλεύουμε | να δουλεύομαι | να δουλευόμαστε |
να δουλεύεις | να δουλεύετε | να δουλεύεσαι | να δουλεύεστε, | ||
να δουλεύει | να δουλεύουν | να δουλεύεται | να δουλεύονται | ||
Aorist | να δουλέψω | να δουλέψουμε | να δουλευτώ | να δουλευτούμε | |
να δουλέψεις | να δουλέψετε | να δουλευτείς | να δουλευτείτε | ||
να δουλέψει | να δουλέψουν | να δουλευτεί | να δουλευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω δουλεμένο | να έχουμε δουλεμένο | να έχω δουλευτεί να είμαι δουλεμένος, -η | να έχουμε δουλευτεί να είμαστε δουλεμένοι, -ες | |
να έχεις δουλεμένο | να έχετε δουλεμένο | να έχεις δουλευτεί να είσαι δουλεμένος, -η | να έχετε δουλευτεί να είστε δουλεμένοι, -ες | ||
να έχει δουλέψει να έχει δουλεμένο | να έχουν δουλέψει να έχουν δουλεμένο | να έχει δουλευτεί να είναι δουλεμένος, -η, -ο | να έχουν δουλευτεί να είναι δουλεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | δούλευε | δουλεύετε | δουλεύεστε | |
Aorist | δούλεψε | δουλέψτε, δουλεύτε | δουλέψου | δουλευτείτε | |
Part izip | Pres | δουλεύοντας | |||
Perf | έχοντας δουλέψει, έχοντας δουλεμένο | δουλεμένος, -η, -ο | δουλεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δουλέψει | δουλευτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | arbeite | ||
du | arbeitest | |||
er, sie, es | arbeitet | |||
Präteritum | ich | arbeitete | ||
Konjunktiv II | ich | arbeitete | ||
Imperativ | Singular | arbeite! | ||
Plural | arbeitet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gearbeitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:arbeiten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | foppe | ||
du | foppst | |||
er, sie, es | foppt | |||
Präteritum | ich | foppte | ||
Konjunktiv II | ich | foppte | ||
Imperativ | Singular | fopp! foppe! | ||
Plural | foppt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefoppt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:foppen |
δουλεύω [δulévo] -ομαι : 1. κάνω μια δουλειά, ασκώ μια χειρωνακτική ή πνευματική δραστηριότητα, συνήθ. με βάση ένα πρόγραμμα, για να πετύχω κάποιο αποτέλεσμα· εργάζομαι: δουλεύω με / χωρίς μισθό. Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να πετύχεις. ΠAΡ Δούλευε να τρως / δούλεψε να φας και κλέψε να ΄χεις, για να δηλώσουμε ότι τα πολλά λεφτά τα αποκτά κανείς, κατά κανόνα, με παράνομο τρόπο. α. ασκώ ένα επάγγελμα, εργάζομαι βιοποριστικά: δουλεύω στο δημόσιο / στην Ελλάδα / από μικρό παιδί. Δουλεύει για το ραδιόφωνο / για τον (τάδε), για λογαριασμό του. Δουλεύει ως καθηγητής. Δε δουλεύει, είναι άνεργος. (έκφρ.) δουλεύω μεροκάματο, εργάζομαι και πληρώνομαι με βάση το μεροκάματο. δουλεύει σαν μηχανή*. β1. δουλεύω κπ., εργάζομαι με πληρωμή στην υπηρεσία κάποιου: Tους δούλεψα δύο χρόνια. β2. δουλεύω για κπ. / για κτ., αφιερώνω τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία κάποιου, λειτουργώ προς όφελος κάποιου: Δουλεύει για ένα καλύτερο μέλλον / για την ειρήνη. Δουλεύει για τον εχθρό. ΦΡ ο χρόνος* δουλεύει για κπ. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει, για κπ. πολύ τυχερό που πετυχαίνει κτ. χωρίς να καταβάλει καμιά προσπάθεια. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.