arbeiten
 Verb

δουλεύω Verb
(801)
εργάζομαι Verb
(93)
επιχειρίζομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mir kam diese Idee: Ein voller kleiner Stücke, mit dem ich gerade zu arbeiten anfange -mein nächstes Projekt.Μου ήρθε μια ιδέα: μια ζωή από απομεινάρια την οποία έχω ξεκινήσει να δουλεύω -το επόμενό μου πρότζεκτ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe also neue Technologie entwickelt, und ich liebe es kreativ zu sein, und mit kreativen Leuten zu arbeiten.Έτσι, έφτιαξα μια νέα τεχνολογία, και λατρεύω να είναι δημιουργικά τα πράγματα, και λατρεύω να δουλεύω με δημιουργικούς ανθρώπους.

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich werde barfuß am Strand arbeiten.Και θα δουλεύω ξυπόλυτη στην άμμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte nicht nur an der Haut arbeiten, sondern an der gesamten menschlichen Erfahrung.Και πραγματικά δεν ήθελα να δουλεύω μόνο στο περίβλημα, αλλά πάνω στην συνολική ανθρώπινη εμπειρία.

Übersetzung nicht bestätigt

Doch nach drei Reisen in die Antarktis entschied ich, dass es vielleicht angenehmer wäre, in wärmeren Gewässern zu arbeiten.Αλλά μετά από τρία ταξίδια στην Ανταρκτική, αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να δουλεύω σε πιο θερμά νερά.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
funktionieren
arbeiten
Ähnliche Wörter
arbeitende Arme

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δουλεύωδουλεύουμε, δουλεύομεδουλεύομαιδουλευόμαστε
δουλεύειςδουλεύετεδουλεύεσαιδουλεύεστε, δουλευόσαστε
δουλεύειδουλεύουν(ε)δουλεύεταιδουλεύονται
Imper
fekt
δούλευαδουλεύαμεδουλευόμουν(α)δουλευόμαστε, δουλευόμασταν
δούλευεςδουλεύατεδουλευόσουν(α)δουλευόσαστε, δουλευόσασταν
δούλευεδούλευαν, δουλεύαν(ε)δουλευότανεδουλεύονταν, δουλευόντανε, δουλευόντουσαν
Aoristδούλεψαδουλέψαμεδουλεύτηκαδουλευτήκαμε
δούλεψεςδουλέψατεδουλεύτηκεςδουλευτήκατε
δούλεψεδούλεψαν, δουλέψαν(ε)δουλεύτηκεδουλεύτηκαν, δουλευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δουλέψει
έχω δουλεμένο
έχουμε δουλέψει
έχουμε δουλεμένο
έχω δουλευτεί
είμαι δουλεμένος, -η
έχουμε δουλευτεί
είμαστε δουλεμένοι, -ες
έχεις δουλέψει
έχεις δουλεμένο
έχετε δουλέψει
έχετε δουλεμένο
έχεις δουλευτεί
είσαι δουλεμένος, -η
έχετε δουλευτεί
είστε δουλεμένοι, -ες
έχει δουλέψει
έχει δουλεμένο
έχουν δουλέψει
έχουν δουλεμένο
έχει δουλευτεί
είναι δουλεμένος, -η, -ο
έχουν δουλευτεί
είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δουλέψει
είχα δουλεμένο
είχαμε δουλέψει
είχαμε δουλεμένο
είχα δουλευτεί
ήμουν δουλεμένος, -η
είχαμε δουλευτεί
ήμαστε δουλεμένοι, -ες
είχες δουλέψει
είχες δουλεμένο
είχατε δουλέψει
είχατε δουλεμένο
είχες δουλευτεί
ήσουν δουλεμένος, -η
είχατε δουλευτεί
ήσαστε δουλεμένοι, -ες
είχε δουλέψει
είχε δουλεμένο
είχαν δουλέψει
είχαν δουλεμένο
είχε δουλευτεί
ήταν δουλεμένος, -η, -ο
είχαν δουλευτεί
ήταν δουλεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δουλεύωθα δουλεύουμε, θα δουλεύομεθα δουλεύομαιθα δουλευόμαστε
θα δουλεύειςθα δουλεύετεθα δουλεύεσαιθα δουλεύεστε, θα δουλευόσαστε
θα δουλεύειθα δουλεύουν(ε)θα δουλεύεταιθα δουλεύονται
Fut
ur
θα δουλέψωθα δουλέψουμε, θα δουλέψομεθα δουλευτώθα δουλευτούμε
θα δουλέψειςθα δουλέψετεθα δουλευτείςθα δουλευτείτε
θα δουλέψειθα δουλέψουν(ε)θα δουλευτείθα δουλευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δουλέψει
θα έχω δουλεμένο
θα έχουμε δουλέψει
θα έχουμε δουλεμένο
θα έχω δουλευτεί
θα είμαι δουλεμένος, -η
θα έχουμε δουλευτεί
θα είμαστε δουλεμένοι, -ες
θα έχεις δουλέψει
θα έχεις δουλεμένο
θα έχετε δουλέψει
θα έχετε δουλεμένο
θα έχεις δουλευτεί
θα είσαι δουλεμένος, -η
θα έχετε δουλευτεί
θα είστε δουλεμένοι, -ες
θα έχει δουλέψει
θα έχει δουλεμένο
θα έχουν δουλέψει
θα έχουν δουλεμένο
θα έχει δουλευτεί
θα είναι δουλεμένος, -η, -ο
θα έχουν δουλευτεί
θα είναι δουλεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δουλεύωνα δουλεύουμενα δουλεύομαινα δουλευόμαστε
να δουλεύειςνα δουλεύετενα δουλεύεσαινα δουλεύεστε, να δουλευόσαστε
να δουλεύεινα δουλεύουννα δουλεύεταινα δουλεύονται
Aoristνα δουλέψωνα δουλέψουμενα δουλευτώνα δουλευτούμε
να δουλέψειςνα δουλέψετενα δουλευτείςνα δουλευτείτε
να δουλέψεινα δουλέψουννα δουλευτείνα δουλευτούν(ε)
Perfνα έχω δουλέψει
να έχω δουλεμένο
να έχουμε δουλέψει
να έχουμε δουλεμένο
να έχω δουλευτεί
να είμαι δουλεμένος, -η
να έχουμε δουλευτεί
να είμαστε δουλεμένοι, -ες
να έχεις δουλέψει
να έχεις δουλεμένο
να έχετε δουλέψει
να έχετε δουλεμένο
να έχεις δουλευτεί
να είσαι δουλεμένος, -η
να έχετε δουλευτεί
να είστε δουλεμένοι, -ες
να έχει δουλέψει
να έχει δουλεμένο
να έχουν δουλέψει
να έχουν δουλεμένο
να έχει δουλευτεί
να είναι δουλεμένος, -η, -ο
να έχουν δουλευτεί
να είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδούλευεδουλεύετεδουλεύεστε
Aoristδούλεψεδουλέψτε, δουλεύτεδουλέψουδουλευτείτε
Part
izip
Presδουλεύοντας
Perfέχοντας δουλέψει, έχοντας δουλεμένοδουλεμένος, -η, -οδουλεμένοι, -ες, -α
InfinAoristδουλέψειδουλευτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εργάζομαιεργαζόμαστε
εργάζεσαιεργάζεστε, εργαζόσαστε
εργάζεταιεργάζονται
Imper
fekt
εργαζόμουν(α)εργαζόμαστε, εργαζόμασταν
εργαζόσουν(α)εργαζόσαστε, εργαζόσασταν
εργαζόταν(ε)εργάζονταν, εργαζόντανε, εργαζόντουσαν
Aoristεργάστηκαεργαστήκαμε
εργάστηκεςεργαστήκατε
εργάστηκεεργάστηκαν, εργαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εργαστείέχουμε εργαστεί
έχεις εργαστείέχετε εργαστεί
έχει εργαστείέχουν εργαστεί
Plu
per
fekt
είχα εργαστείείχαμε εργαστεί
είχες εργαστείείχατε εργαστεί
είχε εργαστείείχαν εργαστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εργάζομαιθα εργαζόμαστε
θα εργάζεσαιθα εργάζεστε, θα εργαζόσαστε
θα εργάζεταιθα εργάζονται
Fut
ur
θα εργαστώθα εργαστούμε
θα εργαστείςθα εργαστείτε
θα εργαστείθα εργαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εργαστείθα έχουμε εργαστεί
θα έχεις εργαστείθα έχετε εργαστεί
θα έχει εργαστείθα έχουν εργαστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εργάζομαινα εργαζόμαστε
να εργάζεσαινα εργάζεστε, να εργαζόσαστε
να εργάζεταινα εργάζονται
Aoristνα εργαστώνα εργαστούμε
να εργαστείςνα εργαστείτε
να εργαστείνα εργαστούν(ε)
Perfνα έχω εργαστείνα έχουμε εργαστεί
να έχεις εργαστείνα έχετε εργαστεί
να έχει εργαστείνα έχουν εργαστεί
Imper
ativ
Presεργάζεστε
Aoristεργάσουεργαστείτε
Part
izip
Presεργαζόμενος
Perf
InfinAoristεργαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback