Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischότι altgriechisch ὅτι
μορφή altgriechisch μορφή
δόξα altgriechisch δόξα δοκέω / δοκῶ δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)
προσπάθεια Koine-Griechisch προσπάθεια προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω
ξέρω mittelgriechisch ἠξεύρω/ἐξεύρω altgriechisch ἐξεῦρον, αόριστος του ἐξευρίσκω
κοινωνία altgriechisch κοινωνία κοινωνέω / κοινωνῶ κοινός
πάντως altgriechisch
μάλλον altgriechisch μᾶλλον, συγκριτικός βαθμός του μάλα
βάρος altgriechisch βάρος
καρδιά mittelgriechisch καρδιά altgriechisch καρδία proto-indogermanisch *ḱḗr- / *ḱr̥d-
αριθμός altgriechisch ἀριθμός (πιθανόν) ἀραρίσκω (συγκεντρώνω, συνάπτω, λογαριάζω)
κορυφή altgriechisch κορυφή
διαιτητής altgriechisch διαιτητής διαιτάομαι/διαιτῶμαι ( διά + εἶμι ή αἴτιος)
συμμετοχή Koine-Griechisch συμμετοχή altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ- ((Lehnbedeutung) französisch participation)
νύχτα altgriechisch νύξ
δελτίο altgriechisch δελτίον υποκορ. του δέλτος
χρειάζομαι spätgriechisch altgriechisch χρεία
δραστηριότητα mittelgriechisch δραστηριότης altgriechisch δραστήριος + -ότης
λύση altgriechisch λύσις
γυναίκα mittelgriechisch γυναίκα altgriechisch γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-
αύριο altgriechisch αὔριον αύως + -ριον
φυλή altgriechisch φῦλλον
ραδιόφωνο (entlehnt aus) englisch radiophone radio- ( lateinisch radius) + -phone ( altgriechisch φωνή). Αναλύεται σε ραδιό- + -φωνο
συμβούλιο Koine-Griechisch συμβούλιον altgriechisch συμβουλή / συμβουλία σύν + βουλή βούλομαι ((Lehnbedeutung) französisch conseil)
πρόσβαση altgriechisch πρόσβασις πρός + βαίνω
νερό mittelgriechisch νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] Koine-Griechisch νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)
πάρα altgriechisch παρά
σημείο altgriechisch σημεῖον σῆμα
διαδικασία altgriechisch διαδικασία
γωνία altgriechisch γωνία (η γωνία, η γωνιά, η κώχη και το γωνιόμετρο, το όργανο του ξυλουργού)
γνώμη altgriechisch γιγνώσκω
αύξηση altgriechisch αὔξησις
δεν altgriechisch οὐδέν, ουδέτερο της αντωνυμίας οὐδείς
φιλί altgriechisch φιλῶ
ανάμεσα mittelgriechisch ἀνάμεσα ἀνάμεσον altgriechisch ἀνάμεσος ἀνά + μέσος
αλήθεια altgriechisch ἀλήθεια ἀληθής ἀ- στερητικό + λήθη
έργο altgriechisch ἔργον & (Lehnbedeutung) französisch oeuvre, ouvrage, travail[1]
μέση altgriechisch μέση, Femininum von μέσος
έπιπλο altgriechisch πληθυντικός ἔπιπλα
δημοκρατία altgriechisch δημοκρατία (άμεση δημοκρατία), (entlehnt aus) französisch démocratie αρχαία ελληνικά δημοκρατία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δήμος + -κρατία
ανανέωση altgriechisch ἀνανέωσις
ποσό altgriechisch ποσόν , ουδ. της αντ. πόσος πόσος
καταιγίδα altgriechisch καταιγίς κατ(α)- + αἰγίς Η σημασία της λέξης προέρχεται von ασπίδα του Δία, που παριστανόταν ως αιγίδα, ένα χιτώνα από δέρμα κατσίκας, και πιστευόταν ότι, όταν την έσειε δυνατά, προκαλούσε θύελλα
ενέργεια altgriechisch ἐνέργεια[1]
πέραν altgriechisch πέραν
μουσείο italienisch museo lateinisch museum altgriechisch Μουσεῖον Μοῦσα (αντιδάνειο)
σχεδόν altgriechisch σχεδόν ἔχω (πβ. αόριστος β’ ἔσχον)
ασφάλεια (λόγιο) altgriechisch ἀσφάλεια [1]
λόγος altgriechisch λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-
κίνηση altgriechisch κίνησις
εισαγωγή altgriechisch εἰσαγωγή εἰσάγω εἰς + ἄγω
διατροφή altgriechisch διατροφή διατρέφω διά + τρέφω
παρακαλώ altgriechisch παρακαλέω / παρακαλῶ παρά + καλέω / καλῶ
τεχνική substantiviertes Femininum des Adjektivs: τεχνικός altgriechisch τεχνικός τέχνη indoeuropäisch (Wurzel) *teḱs-neh₂ *teḱs- (ξυλουργώ)
συνέδριο altgriechisch συνέδριον σύν + ἕδρα ((Lehnbedeutung) französisch congrès[1])
διαχείριση altgriechisch διαχείρισις
διοίκηση altgriechisch διοίκησις
νοσοκομείο Koine-Griechisch νοσοκομεῖον νοσοκόμος altgriechisch νόσος + κομέω
υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω
εξέλιξη altgriechisch ἐξέλιξις
βράδυ substantiviertes Neutrum des altgriechischen επιθέτου βραδύς με αλλαγή του τονισμού
αστυνομικός altgriechisch ἀστυνομικός
προστασία altgriechisch προστασία προστάτης προΐστημι
οικογένεια altgriechisch οἰκογένεια οἰκογενής (δούλος)
εποχή altgriechisch ἐποχή
χρόνος κληρονομημένη von altgriechisch χρόνος
επίσκεψη altgriechisch ἐπίσκεψις
πρώην altgriechisch πρῴην προ- +ων +ην προ = πριν, ων = που υπάρχει, ην = υπήρχε αυτός που υπήρχε πριν αλλά ακόμη υπάρχει (διότι δεν πέθανε)
ακριβώς (λόγιο) altgriechisch ἀκριβῶς ἀκριβής
κρίση altgriechisch κρίσις
ταξί (entlehnt aus) französisch taxi taximètre deutsch Taxameter mittellateinisch taxa + altgriechisch μέτρον
επιτυχία altgriechisch ἐπιτυχία έπι+τύχη
νομός altgriechisch νομός νέμω
ανάγκη altgriechisch ἀνάγκη ἀν- + ἀγκή / ἀγκών proto-indogermanisch *h₂enǵʰ- (σφιχτός, στενός)
περιστέρι mittelgriechisch περιστέριν Koine-Griechisch περιστέριον, υποκοριστικό για την altgriechisch περιστερά[1]
οδηγός altgriechisch ὁδηγός ὁδός + ἄγω
εξής altgriechisch ἑξῆς
ομόνοια altgriechisch ὁμόνοια
γραμμή altgriechisch γραμμή γράφω
κλειδί mittelgriechisch κλειδί(ν) altgriechisch κλειδίον, υποκοριστικό του κλείς proto-griechisch *klāwī́ds proto-indogermanisch *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
επιχείρηση altgriechisch ἐπιχείρησις
φαγητό mittelgriechisch φαγητόν altgriechisch ἔφαγον, αόριστος του ρήματος ἐσθίω
προκειμένου altgriechisch προκειμένου προκείμενος πρόκειμαι πρό + κεῖμαι
ανάρτηση altgriechisch ἀνάρτησις
συλλογή altgriechisch συλλογή συλλέγω σύν + λέγω
κείμενο Koine-Griechisch κείμενον altgriechisch κεῖμαι proto-indogermanisch *ḱey- (κείμαι)
δίκτυο altgriechisch δίκτυον
διάθεση altgriechisch διάθεσις διατίθημι διά + τίθημι (=θέτω)
αστυνομία altgriechisch ἀστυνομία ἀστυνόμος ἄστυ + νέμω
λύκειο altgriechisch Λύκειον
παρουσία altgriechisch παρουσία πάρειμι παρά + εἰμί
όμιλος (λόγιο) altgriechisch ὅμιλος ὁμός + -ιλος[1] ((Lehnbedeutung) französisch groupe[2] siehe auch ὁμιλία)
έρευνα altgriechisch ἔρευνα
υπέρ altgriechisch ὑπέρ
στόχος altgriechisch στόχος indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)
είτε altgriechisch εἴτε εἰ + τε
δικαίωμα altgriechisch δικαίωμα (1.(Lehnbedeutung) französisch droit. 2.(Lehnbedeutung) französisch droits)
χώρος altgriechisch χῶρος indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
μονάδα altgriechisch μονάς, ενότητα, στην αιτιατική (μονάδα)
διαμονή altgriechisch διαμονή διαμένω διά + μένω ((Lehnbedeutung) französisch résidence)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.