{η}  αλήθεια Subst.  [alithia, alhtheia]

{die}    Subst.
(17174)
(0)

Etymologie zu αλήθεια

αλήθεια altgriechisch ἀλήθεια ἀληθής ἀ- στερητικό + λήθη


GriechischDeutsch
«Ορκίζομαι να πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια„Ich schwöre, dass ich die Wahrheit, die ganze Wahrheit und nichts als die Wahrheit sagen werde.“

Übersetzung bestätigt

Εισήχθησαν, είναι αλήθεια, ορισμένες τροποποιήσεις, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της παρούσας απόφασης.Es entspricht der Wahrheit, dass — wie auch unter Randnummer 14 der vorliegenden Entscheidung erwähnt — bestimmte Änderungen eingeführt worden sind.

Übersetzung bestätigt

«Ορκίζομαι ότι είπα την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια„Ich schwöre, dass ich die Wahrheit, die ganze Wahrheit und nichts als die Wahrheit gesagt habe.“

Übersetzung bestätigt

Πες την αλήθεια.Bitte sagen Sie die Wahrheit.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες στο θέμα.Es gibt hier jedoch keine absoluten Wahrheiten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
ορθότητα
πραγματικότητα
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Wahrhaftigkeit
Wahrheit



Griechische Definition zu αλήθεια

αλήθεια η [alíθxa] Ο25α γεν. πληθ. αληθειών [adivθión] λόγ. γεν. και αληθείας : I1α.η ιδιότητα που έχει κτ., όταν εκφράζει την πραγματικότητα: Aμφισβητώ την αλήθεια των ισχυρισμών του / της κατάθεσής του / των λεγομένων του. Θα ελέγξω την αλήθεια της πληροφορίας. β1. αυτό που είναι σύμφωνο με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή γίνεται. ANT ψέμα: Λέω την αλήθεια. Θέλω να μάθω όλη την αλήθεια / την καθαρή αλήθεια. Είπε τη μισή αλήθεια, αποσιώπησε όσα δεν τον συνέφεραν. Aυτά που είπε δεν ήταν αλήθεια, αληθινά. Είναι αλήθεια ότι θα φύγεις; Kρύβω / αποσιωπώ / αποκαλύπτω / φέρνω στο φως την αλήθεια. Θα λάμψει η αλήθεια, θα αποδειχθεί, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. (σε όρκο) ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. || (μτφ.): Ίχνος αλήθειας / κόκκος αληθείας, για κτ. εντελώς αναληθές: Σε όσα είπε δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας. || Ορός* αληθείας / της αλήθειας. (έκφρ.) η ώρα της αλήθειας, δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές, δικαιολογίες κτλ. β2. η ίδια η πραγματικότητα: Aυτή είναι η σκληρή / πικρή αλήθεια. H εύρεση της ιστορικής αλήθειας. (έκφρ.) η αλήθεια είναι πως / ότι… ή για να πω / πούμε την αλήθεια, όταν ομολογούμε ή παραδεχόμαστε κτ.: H αλήθεια είναι πως έχει κάποιο δίκιο να διαμαρτύρεται / ότι χωρίς πολλή δουλειά δε θα πετύχεις τίποτα. Για να πω την αλήθεια, δε θα ήθελα να αναλάβω τέτοια ευθύνη, για να είμαι ειλικρινής. η αλήθεια να λέγεται, όταν αναγνωρίζουμε κτ.: Έκανε πολλές προσπάθειες για να βοηθήσει, η αλήθεια να λέγεται. (όρκος) μα την αλήθεια: Aυτά ακριβώς μου είπε, μα την αλήθεια. Mα την αλήθεια, δεν αντέχω άλλο, ως έκφραση αγανάκτησης. ΦΡ γυμνή* αλήθεια. (γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, επειδή αυτοί δεν ελέγχουν αυτά που λένε και έτσι δεν μπορούν να κρύψουν υστερόβουλα την αλήθεια. (η) λανθάνουσα* γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback