ξέρω mittelgriechisch ἠξεύρω/ἐξεύρω altgriechisch ἐξεῦρον, αόριστος του ἐξευρίσκω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Υπό αυτή την έννοια, κύριε Πρόεδρε και αγαπητέ μου φίλε Δρ. Seixas da Costa, η ερώτηση που σας απευθύνω είναι η ακόλουθη: χωρίς να θέλω να μάθω τίποτα περισσότερο από όσα οφείλουμε να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή, ώστε να μην υπονομεύσουμε τον κοινό μας στόχο, θα ήθελα να ξέρω εάν προέκυψαν, μετά τις επαφές που πραγματοποιήσατε κατά την περιοδεία σας στις πρωτεύουσες, και κατά τη δική σας κρίση, κάποια στοιχεία που θα μπορούσατε να μας μεταφέρετε και τα οποία θα μας ήταν χρήσιμα, μιας και αυτή τη στιγμή, πέρα από το έργο που διεξάγουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μάλλον προέχει το έργο μας ως ομάδα πίεσης, το έργο που αναλαμβάνουμε με στόχο την ευαισθητοποίηση και την άσκηση επιρροής επί των εθνικών κυβερνήσεων που επιδεικνύουν τη λιγότερη προθυμία να συμπεριλάβουν και άλλα θέματα στην ημερήσια διάταξη της ΔΔ. | In diesem Sinne, Herr Präsident, mein lieber Freund Dr. Seixas da Costa, stelle ich Ihnen folgende Frage: Ich will nicht mehr wissen als wir gegenwärtig wissen müssen, um nicht das gemeinsame Ziel zu gefährden, und deshalb möchte ich erfahren, ob es im Rahmen der Kontakte, die sich während Ihrer Tour durch die Hauptstädte ergeben haben, und aus Ihrer Sicht Faktoren gibt, die Sie uns mitteilen könnten und die für uns von Vorteil wären, denn mehr noch als die Arbeit im Europäischen Parlament steht im Moment unsere Lobbying-Arbeit im Vordergrund, um die nationalen Regierungen zu motivieren und zu beeinflussen, die sich am hartnäckigsten gegen eine Aufnahme weiterer Punkte in die Agenda dieser Regierungskonferenz sträuben. Übersetzung bestätigt |
Γνωρίζουμε και εγώ προσωπικά ξέρω ότι οι εβδομάδες που θα ακολουθήσουμε θα είναι χρήσιμες. | Wir wissen, daß die so gewonnenen Wochen sehr nützlich sein werden. Übersetzung bestätigt |
Θα ήθελα λοιπόν να ξέρω την επόμενη φορά που θα ψηφίσω εάν η Πορτογαλία και άλλες χώρες εκτός από το Συμβούλιο θα προτείνουν κυρώσεις κατά της χώρας μου εάν για παράδειγμα η παρούσα κυβέρνηση αναθέσει υπουργεία σε βουλευτές του Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος ή του Καταλόγου Ενότητας, κόμματα που είναι και τα δύο κατά της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ή θα εμποδίσετε την ορκωμοσία μιας κυβέρνησης του κυρίου Fogh Rasmussen της Αριστεράς, εάν βασίζεται σε συμφωνία με το Δανικό Λαϊκό Κόμμα το οποίο σε πολλές εφημερίδες περιγράφεται ως κόμμα που αντιστοιχεί στο Φιλελεύθερο Κόμμα της Αυστρίας. | Ich möchte gerne wissen, wenn ich nächstes Mal abstimmen muß, ob Portugal und andere Staaten außerhalb des Rates Sanktionen gegen mein Land vorschlagen werden, wenn z. B. die derzeitige Regierung Minister aus der Sozialistischen Volkspartei oder der Einheitsliste akzeptiert, die beide gegen die WWU sind. Oder man möchte die Ernennung einer Regierung verhindern, der Fogh Rasmussen von der Partei Venstre angehört, wenn er sich auf die Dänische Volkspartei stützt, der von vielen Zeitungen Ähnlichkeiten mit der FPÖ in Österreich nachgesagt werden. Übersetzung bestätigt |
Τρίτο ερώτημα, και ολοκληρώνω με αυτό. Θα ήθελα να ξέρω εάν στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ανελήφθησαν στη Διάσκεψη των δωρητών σχετικά με την παροχή βοήθειας, η δέσμευση αφορούσε δολάρια ή ευρώ; | Dritte und letzte Frage: Ich möchte gerne wissen, ob die Hilfezusagen, die wir bei der Geberkonferenz eingegangen sind, auf amerikanische Dollar oder auf EURO lauten. Übersetzung bestätigt |
Γνωρίζετε ότι κατάγομαι η ίδια από την παραμεθόριο και ξέρω καλά την κατάσταση που επικρατεί εκεί. | Sie wissen, ich komme selbst aus dem Grenzraum und kenne die Situation vor Ort sehr gut. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
γνωρίζω |
κατέχω |
Ähnliche Wörter |
---|
ξέρω· |
ξέρω τους ανθρώπους |
Deutsche Synonyme |
---|
wissen |
über Kenntnisse verfügen |
drauf haben |
nachvollziehen |
kennen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξέρω | ξέρουμε, ξέρομε |
ξέρεις | ξέρετε | ||
ξέρει | ξέρουν(ε) | ||
Imper fekt | ήξερα | ξέραμε | |
ήξερες | ξέρατε | ||
ήξερε | έξεραν, ξέραν(ε) | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξέρω | θα ξέρουμε, θα ξέρομε | |
θα ξέρεις | θα ξέρετε | ||
θα ξέρει | θα ξέρουν(ε) | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να ξέρω | να ξέρουμε, να ξέρομε |
να ξέρεις | να ξέρετε | ||
να ξέρει | να ξέρουν(ε) | ||
Imper ativ | Pres | ξέρε | ξέρετε |
Part izip | Pres | ξέροντας |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | weiß | ||
du | weißt | |||
er, sie, es | weiß | |||
Präteritum | ich | wusste | ||
Konjunktiv II | ich | wüsste | ||
Imperativ | Singular | wisse! | ||
Plural | wisset! wisst! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewusst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wissen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kenne | ||
du | kennst | |||
er, sie, es | kennt | |||
Präteritum | ich | kannte | ||
Konjunktiv II | ich | kennte | ||
Imperativ | Singular | kenne! kenn! | ||
Plural | kennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gekannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kennen |
ξέρω [kséro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ήξερα : 1α.κατέχω μια γνώση, έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι΄ αυτή την υπόθεση. Δεν ξέρω αν είναι εδώ ή αν έφυγε. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του. ξέρω ότι είναι έντιμος άνθρωπος. Δε θέλω να ξέρω τίποτα γι΄ αυτή την ιστορία, για κτ. πολύ δυσάρεστο. Nομίζει πως τα ξέρει όλα. Tο ξέρω πως θα φύγεις. Ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο! Θα έρθουν να μας επισκεφθούν; - Ποιος ξέρει; Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Aν ήξερες τι τράβηξα! Ξέρει από μηχανές. Δεν ξέρει τίποτα από μαθηματικά. Mην ξέροντας πώς επισκευάζεται, το χάλασε τελείως. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πολλά για την υπόθεση. || Tην ξέρω την πόλη, την έχω επισκεφτεί ή μπορώ να κυκλοφορήσω χωρίς οδηγό. Ξέρει πολλά κατατόπια / πολλές τρύπες, για αγορές οικονομικές. (έκφρ.) τόσα ξέρει τόσα λέει, για κπ. που εκφράζει απόψεις χωρίς να είναι ενημερωμένος ή χωρίς να έχει τις σχετικές γνώσεις. δεν ξέρει τι λέει, λέει ανοησίες. ξέρω κι εγώ! / ξέρω γω!, δεν ξέρω, αμφιβάλλω για κτ. ποιος ξέρει; / κανείς δεν ξέρει, για κτ. εντελώς αβέβαιο και άδηλο. δεν ξέρει τι έχει: α. έχει πάρα πολλά χρήματα. β. αισθάνεται κάποια ακαθόριστη αδιαθεσία. ΦΡ το ξέρει κι η γάτα* (μου). ο Θεός ξέρει / ένας Θεός ξέρει, για κτ. αβέβαιο που κανένας δεν μπορεί να το ξέρει ή να το προβλέψει. ξέρω κπ. από την καλή* και από την ανάποδη. ξέρω κπ. / κτ. σαν την τσέπη* μου. δεν ξέρει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. β. κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης: Ξέρει καλά αγγλικά. Δεν ξέρω γράμματα. Ξέρεις καλή ορθογραφία; (έκφρ.) δεν ξέρει γρι* ελληνικά / γαλλικά / από μουσική κτλ. ΦΡ δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα*. || Ξέρει καλό κολύμπι. Tο μωρό δεν ξέρει ακόμα να περπατάει. || Ξέρει φλιτζάνι / χαρτιά, μπορεί και ερμηνεύει τα σημάδια τους. || διατηρώ στη μνήμη μου κτ. που διάβασα· αποστηθίζω: ξέρω το μάθημα απ΄ έξω. Ξέρει καλά το ρόλο της. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.