kennen
 Verb

ξέρω Verb
(824)
γνωρίζω Verb
(588)
DeutschGriechisch
Ich würde gern die Interpretation der Kommission zu Artikel 16 Absatz 2 kennen lernen.Θα ήθελα να ξέρω την ερμηνεία που δίνει η Επιτροπή στην παράγραφο 2 του άρθρου 16.

Übersetzung bestätigt

Das Wort „Enthaltung“ erinnert an bestimmte Formulierungen bei Umfragen, wie z. B. „weiß nicht“ oder „kein Kommentar“, und in diesem Fall sind wir der Ansicht, dass wir Abgeordneten dieses Parlaments noch nicht die Tragweite der Fakten zu Eurostat und die möglichen Verantwortlichkeiten im Zusammenhang damit kennen.Η λέξη “αποχή” θυμίζει ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται συνήθως σε δημοσκοπήσεις όπως “δεν ξέρω, δεν απαντώ” και, εν προκειμένω, πιστεύουμε ότι οι βουλευτές του Σώματος δεν γνωρίζουμε ακόμα ούτε τη σημασία των γεγονότων, αναφορικά με τη Eurostat, ούτε τις πιθανές ευθύνες που απορρέουν από αυτά.

Übersetzung bestätigt

Auch wenn ich weiß, dass Sie die Zahlen kennen, kann es nicht schaden, sie zu wiederholen.Παρόλο που ξέρω ότι γνωρίζετε τα αριθμητικά στοιχεία, αξίζει να τα επαναλάβω.

Übersetzung bestätigt

Ich weiß nicht, ob Sie diese Agenturen alle kennen und wissen, wo sie existieren.Δεν ξέρω αν τους γνωρίζετε όλους και αν ξέρετε πού βρίσκονται.

Übersetzung bestätigt

Ich kenne die Geschichte Polens nicht, so wie die Polen die Geschichte Griechenlands nicht kennen.Εγώ δεν ξέρω την ιστορία της Πολωνίας, όπως ο Πολωνός δεν ξέρει την ιστορία της Ελλάδας.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξέρωξέρουμε, ξέρομε
ξέρειςξέρετε
ξέρειξέρουν(ε)
Imper
fekt
ήξεραξέραμε
ήξερεςξέρατε
ήξερεέξεραν, ξέραν(ε)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξέρωθα ξέρουμε, θα ξέρομε
θα ξέρειςθα ξέρετε
θα ξέρειθα ξέρουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Präs
enz
να ξέρωνα ξέρουμε, να ξέρομε
να ξέρειςνα ξέρετε
να ξέρεινα ξέρουν(ε)
Imper
ativ
Presξέρεξέρετε
Part
izip
Presξέροντας




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γνωρίζωγνωρίζουμε, γνωρίζομεγνωρίζομαιγνωριζόμαστε
γνωρίζειςγνωρίζετεγνωρίζεσαιγνωρίζεστε, γνωριζόσαστε
γνωρίζειγνωρίζουν(ε)γνωρίζεταιγνωρίζονται
Imper
fekt
γνώριζαγνωρίζαμεγνωριζόμουν(α)γνωριζόμαστε, γνωριζόμασταν
γνώριζεςγνωρίζατεγνωριζόσουν(α)γνωριζόσαστε, γνωριζόσασταν
γνώριζεγνώριζαν, γνωρίζαν(ε)γνωριζόταν(ε)γνωρίζονταν, γνωριζόντανε, γνωριζόντουσαν
Aoristγνώρισαγνωρίσαμεγνωρίστηκαγνωριστήκαμε
γνώρισεςγνωρίσατεγνωρίστηκεςγνωριστήκατε
γνώρισεγνώρισαν, γνωρίσαν(ε)γνωρίστηκεγνωρίστηκαν, γνωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γνωρίσειέχουμε γνωρίσειέχω γνωριστείέχουμε γνωριστεί
έχεις γνωρίσειέχετε γνωρίσειέχεις γνωριστείέχετε γνωριστεί
έχει γνωρίσειέχουν γνωρίσειέχει γνωριστείέχουν γνωριστεί
Plu
per
fekt
είχα γνωρίσειείχαμε γνωρίσειείχα γνωριστείείχαμε γνωριστεί
είχες γνωρίσειείχατε γνωρίσειείχες γνωριστείείχατε γνωριστεί
είχε γνωρίσειείχαν γνωρίσειείχε γνωριστείείχαν γνωριστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γνωρίζωθα γνωρίζουμε, θα γνωρίζομεθα γνωρίζομαιθα γνωριζόμαστε
θα γνωρίζειςθα γνωρίζετεθα γνωρίζεσαιθα γνωρίζεστε, θα γνωριζόσαστε
θα γνωρίζειθα γνωρίζουν(ε)θα γνωρίζεταιθα γνωρίζονται
Fut
ur
θα γνωρίσωθα γνωρίσουμε, θα γνωρίζομεθα γνωριστώθα γνωριστούμε
θα γνωρίσειςθα γνωρίσετεθα γνωριστείςθα γνωριστείτε
θα γνωρίσειθα γνωρίσουν(ε)θα γνωριστείθα γνωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γνωρίσειθα έχουμε γνωρίσειθα έχω γνωριστείθα έχουμε γνωριστεί
θα έχεις γνωρίσειθα έχετε γνωρίσειθα έχεις γνωριστείθα έχετε γνωριστεί
θα έχει γνωρίσειθα έχουν γνωρίσειθα έχει γνωριστείθα έχουν γνωριστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γνωρίζωνα γνωρίζουμε, να γνωρίζομενα γνωρίζομαινα γνωριζόμαστε
να γνωρίζειςνα γνωρίζετενα γνωρίζεσαινα γνωρίζεστε, να γνωριζόσαστε
να γνωρίζεινα γνωρίζουν(ε)να γνωρίζεταινα γνωρίζονται
Aoristνα γνωρίσωνα γνωρίσουμε, να γνωρίσομενα γνωριστώνα γνωριστούμε
να γνωρίσειςνα γνωρίσετενα γνωριστείςνα γνωριστείτε
να γνωρίσεινα γνωρίσουν(ε)να γνωριστείνα γνωριστούν(ε)
Perfνα έχω γνωρίσεινα έχουμε γνωρίσεινα έχω γνωριστείνα έχουμε γνωριστεί
να έχεις γνωρίσεινα έχετε γνωρίσεινα έχεις γνωριστείνα έχετε γνωριστεί
να έχει γνωρίσεινα έχουν γνωρίσεινα έχει γνωριστείνα έχουν γνωριστεί
Imper
ativ
Presγνώριζεγνωρίζετεγνωρίζεστε
Aoristγνώρισεγνωρίστεγνωρίσουγνωριστείτε
Part
izip
Presγνωρίζονταςγνωριζόμενος
Perfέχοντας γνωρίσει
InfinAoristγνωρίσειγνωριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback