kennenlernen
 Verb

γνωρίζω Verb
(18)
DeutschGriechisch
Ich weiß nicht auf welcher Seite des Hadrianwalls Herr Nattrass geboren wurde, aber ausgehend von seiner Rede würde ich sagen, er wurde auf der anderen Seite der Walls geboren und daher konnten seine Vorfahren das römische Recht nicht kennenlernen.Δεν γνωρίζω από ποια μεριά των τειχών του Αδριανού γεννήθηκε ο κύριος Nattrass, αλλά κρίνοντας από την αγόρευσή του θα έλεγα ότι γεννήθηκε από την απέναντι πλευρά του τείχους και οι πρόγονοί του συνεπώς δεν γνώριζαν το ρωμαϊκό δίκαιο.

Übersetzung bestätigt


Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γνωρίζωγνωρίζουμε, γνωρίζομεγνωρίζομαιγνωριζόμαστε
γνωρίζειςγνωρίζετεγνωρίζεσαιγνωρίζεστε, γνωριζόσαστε
γνωρίζειγνωρίζουν(ε)γνωρίζεταιγνωρίζονται
Imper
fekt
γνώριζαγνωρίζαμεγνωριζόμουν(α)γνωριζόμαστε, γνωριζόμασταν
γνώριζεςγνωρίζατεγνωριζόσουν(α)γνωριζόσαστε, γνωριζόσασταν
γνώριζεγνώριζαν, γνωρίζαν(ε)γνωριζόταν(ε)γνωρίζονταν, γνωριζόντανε, γνωριζόντουσαν
Aoristγνώρισαγνωρίσαμεγνωρίστηκαγνωριστήκαμε
γνώρισεςγνωρίσατεγνωρίστηκεςγνωριστήκατε
γνώρισεγνώρισαν, γνωρίσαν(ε)γνωρίστηκεγνωρίστηκαν, γνωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γνωρίσειέχουμε γνωρίσειέχω γνωριστείέχουμε γνωριστεί
έχεις γνωρίσειέχετε γνωρίσειέχεις γνωριστείέχετε γνωριστεί
έχει γνωρίσειέχουν γνωρίσειέχει γνωριστείέχουν γνωριστεί
Plu
per
fekt
είχα γνωρίσειείχαμε γνωρίσειείχα γνωριστείείχαμε γνωριστεί
είχες γνωρίσειείχατε γνωρίσειείχες γνωριστείείχατε γνωριστεί
είχε γνωρίσειείχαν γνωρίσειείχε γνωριστείείχαν γνωριστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γνωρίζωθα γνωρίζουμε, θα γνωρίζομεθα γνωρίζομαιθα γνωριζόμαστε
θα γνωρίζειςθα γνωρίζετεθα γνωρίζεσαιθα γνωρίζεστε, θα γνωριζόσαστε
θα γνωρίζειθα γνωρίζουν(ε)θα γνωρίζεταιθα γνωρίζονται
Fut
ur
θα γνωρίσωθα γνωρίσουμε, θα γνωρίζομεθα γνωριστώθα γνωριστούμε
θα γνωρίσειςθα γνωρίσετεθα γνωριστείςθα γνωριστείτε
θα γνωρίσειθα γνωρίσουν(ε)θα γνωριστείθα γνωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γνωρίσειθα έχουμε γνωρίσειθα έχω γνωριστείθα έχουμε γνωριστεί
θα έχεις γνωρίσειθα έχετε γνωρίσειθα έχεις γνωριστείθα έχετε γνωριστεί
θα έχει γνωρίσειθα έχουν γνωρίσειθα έχει γνωριστείθα έχουν γνωριστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γνωρίζωνα γνωρίζουμε, να γνωρίζομενα γνωρίζομαινα γνωριζόμαστε
να γνωρίζειςνα γνωρίζετενα γνωρίζεσαινα γνωρίζεστε, να γνωριζόσαστε
να γνωρίζεινα γνωρίζουν(ε)να γνωρίζεταινα γνωρίζονται
Aoristνα γνωρίσωνα γνωρίσουμε, να γνωρίσομενα γνωριστώνα γνωριστούμε
να γνωρίσειςνα γνωρίσετενα γνωριστείςνα γνωριστείτε
να γνωρίσεινα γνωρίσουν(ε)να γνωριστείνα γνωριστούν(ε)
Perfνα έχω γνωρίσεινα έχουμε γνωρίσεινα έχω γνωριστείνα έχουμε γνωριστεί
να έχεις γνωρίσεινα έχετε γνωρίσεινα έχεις γνωριστείνα έχετε γνωριστεί
να έχει γνωρίσεινα έχουν γνωρίσεινα έχει γνωριστείνα έχουν γνωριστεί
Imper
ativ
Presγνώριζεγνωρίζετεγνωρίζεστε
Aoristγνώρισεγνωρίστεγνωρίσουγνωριστείτε
Part
izip
Presγνωρίζονταςγνωριζόμενος
Perfέχοντας γνωρίσει
InfinAoristγνωρίσειγνωριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback