γνωρίζω Verb (11) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Schön, Sie kennen lernen zu können. | Χαίρομαι που τελικά σας γνωρίζω. Übersetzung nicht bestätigt |
Auf der Jagd in Afrika werde ich Sie kennen lernen. | Δεν είστε κανείς που γνωρίζω τώρα. Ισως σας γνωρίσω αργότερα, στην Αφρική. Übersetzung nicht bestätigt |
Graf Batthyani, ich freue mich, dass wir uns endlich kennen lernen. | Κόμη Μπάτιανι, χαίρομαι που σας γνωρίζω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich möchte ihn gern kennen lernen. | Ισως να τον γνωρίζω. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber es freut mich, dass ich Sie kennen lernen konnte, nachdem ich... schon so viel von Ihnen gehört habe. | Επίσης γνωρίζω ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου είσασταν συνταγματάρχης, για περίπου 10 μήνες! Ούτε αυτό κράτησε για πολύ καιρό. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
kennenlernen |
(jemandes) Bekanntschaft machen |
kennen lernen |
miteinander bekannt werden |
(jemanden) zum ersten Mal treffen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | γνωρίζω | γνωρίζουμε, γνωρίζομε | γνωρίζομαι | γνωριζόμαστε |
γνωρίζεις | γνωρίζετε | γνωρίζεσαι | γνωρίζεστε, γνωριζόσαστε | ||
γνωρίζει | γνωρίζουν(ε) | γνωρίζεται | γνωρίζονται | ||
Imper fekt | γνώριζα | γνωρίζαμε | γνωριζόμουν(α) | γνωριζόμαστε, γνωριζόμασταν | |
γνώριζες | γνωρίζατε | γνωριζόσουν(α) | γνωριζόσαστε, γνωριζόσασταν | ||
γνώριζε | γνώριζαν, γνωρίζαν(ε) | γνωριζόταν(ε) | γνωρίζονταν, γνωριζόντανε, γνωριζόντουσαν | ||
Aorist | γνώρισα | γνωρίσαμε | γνωρίστηκα | γνωριστήκαμε | |
γνώρισες | γνωρίσατε | γνωρίστηκες | γνωριστήκατε | ||
γνώρισε | γνώρισαν, γνωρίσαν(ε) | γνωρίστηκε | γνωρίστηκαν, γνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω γνωρίσει | έχουμε γνωρίσει | έχω γνωριστεί | έχουμε γνωριστεί | |
έχεις γνωρίσει | έχετε γνωρίσει | έχεις γνωριστεί | έχετε γνωριστεί | ||
έχει γνωρίσει | έχουν γνωρίσει | έχει γνωριστεί | έχουν γνωριστεί | ||
Plu per fekt | είχα γνωρίσει | είχαμε γνωρίσει | είχα γνωριστεί | είχαμε γνωριστεί | |
είχες γνωρίσει | είχατε γνωρίσει | είχες γνωριστεί | είχατε γνωριστεί | ||
είχε γνωρίσει | είχαν γνωρίσει | είχε γνωριστεί | είχαν γνωριστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα γνωρίζω | θα γνωρίζουμε, | θα γνωρίζομαι | θα γνωριζόμαστε | |
θα γνωρίζεις | θα γνωρίζετε | θα γνωρίζεσαι | θα γνωρίζεστε, | ||
θα γνωρίζει | θα γνωρίζουν(ε) | θα γνωρίζεται | θα γνωρίζονται | ||
Fut ur | θα γνωρίσω | θα γνωρίσουμε, | θα γνωριστώ | θα γνωριστούμε | |
θα γνωρίσεις | θα γνωρίσετε | θα γνωριστείς | θα γνωριστείτε | ||
θα γνωρίσει | θα γνωρίσουν(ε) | θα γνωριστεί | θα γνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να γνωρίζω | να γνωρίζουμε, | να γνωρίζομαι | να γνωριζόμαστε |
να γνωρίζεις | να γνωρίζετε | να γνωρίζεσαι | να γνωρίζεστε, | ||
να γνωρίζει | να γνωρίζουν(ε) | να γνωρίζεται | να γνωρίζονται | ||
Aorist | να γνωρίσω | να γνωρίσουμε, | να γνωριστώ | να γνωριστούμε | |
να γνωρίσεις | να γνωρίσετε | να γνωριστείς | να γνωριστείτε | ||
να γνωρίσει | να γνωρίσουν(ε) | να γνωριστεί | να γνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω γνωρίσει | να έχουμε γνωρίσει | να έχω γνωριστεί | να έχουμε γνωριστεί | |
να έχεις γνωρίσει | να έχετε γνωρίσει | να έχεις γνωριστεί | να έχετε γνωριστεί | ||
να έχει γνωρίσει | να έχουν γνωρίσει | να έχει γνωριστεί | να έχουν γνωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | γνώριζε | γνωρίζετε | γνωρίζεστε | |
Aorist | γνώρισε | γνωρίστε | γνωρίσου | γνωριστείτε | |
Part izip | Pres | γνωρίζοντας | γνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας γνωρίσει | ||||
Infin | Aorist | γνωρίσει | γνωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.