wissen
 Verb

ξέρω Verb
(8183)
ξέρω· 
(8183)
γνωρίζω Verb
(603)
ξερώ Verb
(1)
νουθετώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
In diesem Sinne, Herr Präsident, mein lieber Freund Dr. Seixas da Costa, stelle ich Ihnen folgende Frage: Ich will nicht mehr wissen als wir gegenwärtig wissen müssen, um nicht das gemeinsame Ziel zu gefährden, und deshalb möchte ich erfahren, ob es im Rahmen der Kontakte, die sich während Ihrer Tour durch die Hauptstädte ergeben haben, und aus Ihrer Sicht Faktoren gibt, die Sie uns mitteilen könnten und die für uns von Vorteil wären, denn mehr noch als die Arbeit im Europäischen Parlament steht im Moment unsere Lobbying-Arbeit im Vordergrund, um die nationalen Regierungen zu motivieren und zu beeinflussen, die sich am hartnäckigsten gegen eine Aufnahme weiterer Punkte in die Agenda dieser Regierungskonferenz sträuben.Υπό αυτή την έννοια, κύριε Πρόεδρε και αγαπητέ μου φίλε Δρ. Seixas da Costa, η ερώτηση που σας απευθύνω είναι η ακόλουθη: χωρίς να θέλω να μάθω τίποτα περισσότερο από όσα οφείλουμε να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή, ώστε να μην υπονομεύσουμε τον κοινό μας στόχο, θα ήθελα να ξέρω εάν προέκυψαν, μετά τις επαφές που πραγματοποιήσατε κατά την περιοδεία σας στις πρωτεύουσες, και κατά τη δική σας κρίση, κάποια στοιχεία που θα μπορούσατε να μας μεταφέρετε και τα οποία θα μας ήταν χρήσιμα, μιας και αυτή τη στιγμή, πέρα από το έργο που διεξάγουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μάλλον προέχει το έργο μας ως ομάδα πίεσης, το έργο που αναλαμβάνουμε με στόχο την ευαισθητοποίηση και την άσκηση επιρροής επί των εθνικών κυβερνήσεων που επιδεικνύουν τη λιγότερη προθυμία να συμπεριλάβουν και άλλα θέματα στην ημερήσια διάταξη της ΔΔ.

Übersetzung bestätigt

Wir wissen, daß die so gewonnenen Wochen sehr nützlich sein werden.Γνωρίζουμε και εγώ προσωπικά ξέρω ότι οι εβδομάδες που θα ακολουθήσουμε θα είναι χρήσιμες.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte gerne wissen, wenn ich nächstes Mal abstimmen muß, ob Portugal und andere Staaten außerhalb des Rates Sanktionen gegen mein Land vorschlagen werden, wenn z. B. die derzeitige Regierung Minister aus der Sozialistischen Volkspartei oder der Einheitsliste akzeptiert, die beide gegen die WWU sind. Oder man möchte die Ernennung einer Regierung verhindern, der Fogh Rasmussen von der Partei Venstre angehört, wenn er sich auf die Dänische Volkspartei stützt, der von vielen Zeitungen Ähnlichkeiten mit der FPÖ in Österreich nachgesagt werden.Θα ήθελα λοιπόν να ξέρω την επόμενη φορά που θα ψηφίσω εάν η Πορτογαλία και άλλες χώρες εκτός από το Συμβούλιο θα προτείνουν κυρώσεις κατά της χώρας μου εάν για παράδειγμα η παρούσα κυβέρνηση αναθέσει υπουργεία σε βουλευτές του Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος ή του Καταλόγου Ενότητας, κόμματα που είναι και τα δύο κατά της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ή θα εμποδίσετε την ορκωμοσία μιας κυβέρνησης του κυρίου Fogh Rasmussen της Αριστεράς, εάν βασίζεται σε συμφωνία με το Δανικό Λαϊκό Κόμμα το οποίο σε πολλές εφημερίδες περιγράφεται ως κόμμα που αντιστοιχεί στο Φιλελεύθερο Κόμμα της Αυστρίας.

Übersetzung bestätigt

Dritte und letzte Frage: Ich möchte gerne wissen, ob die Hilfezusagen, die wir bei der Geberkonferenz eingegangen sind, auf amerikanische Dollar oder auf EURO lauten.Τρίτο ερώτημα, και ολοκληρώνω με αυτό. Θα ήθελα να ξέρω εάν στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ανελήφθησαν στη Διάσκεψη των δωρητών σχετικά με την παροχή βοήθειας, η δέσμευση αφορούσε δολάρια ή ευρώ;

Übersetzung bestätigt

Sie wissen, ich komme selbst aus dem Grenzraum und kenne die Situation vor Ort sehr gut.Γνωρίζετε ότι κατάγομαι η ίδια από την παραμεθόριο και ξέρω καλά την κατάσταση που επικρατεί εκεί.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξέρωξέρουμε, ξέρομε
ξέρειςξέρετε
ξέρειξέρουν(ε)
Imper
fekt
ήξεραξέραμε
ήξερεςξέρατε
ήξερεέξεραν, ξέραν(ε)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξέρωθα ξέρουμε, θα ξέρομε
θα ξέρειςθα ξέρετε
θα ξέρειθα ξέρουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Präs
enz
να ξέρωνα ξέρουμε, να ξέρομε
να ξέρειςνα ξέρετε
να ξέρεινα ξέρουν(ε)
Imper
ativ
Presξέρεξέρετε
Part
izip
Presξέροντας




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γνωρίζωγνωρίζουμε, γνωρίζομεγνωρίζομαιγνωριζόμαστε
γνωρίζειςγνωρίζετεγνωρίζεσαιγνωρίζεστε, γνωριζόσαστε
γνωρίζειγνωρίζουν(ε)γνωρίζεταιγνωρίζονται
Imper
fekt
γνώριζαγνωρίζαμεγνωριζόμουν(α)γνωριζόμαστε, γνωριζόμασταν
γνώριζεςγνωρίζατεγνωριζόσουν(α)γνωριζόσαστε, γνωριζόσασταν
γνώριζεγνώριζαν, γνωρίζαν(ε)γνωριζόταν(ε)γνωρίζονταν, γνωριζόντανε, γνωριζόντουσαν
Aoristγνώρισαγνωρίσαμεγνωρίστηκαγνωριστήκαμε
γνώρισεςγνωρίσατεγνωρίστηκεςγνωριστήκατε
γνώρισεγνώρισαν, γνωρίσαν(ε)γνωρίστηκεγνωρίστηκαν, γνωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γνωρίσειέχουμε γνωρίσειέχω γνωριστείέχουμε γνωριστεί
έχεις γνωρίσειέχετε γνωρίσειέχεις γνωριστείέχετε γνωριστεί
έχει γνωρίσειέχουν γνωρίσειέχει γνωριστείέχουν γνωριστεί
Plu
per
fekt
είχα γνωρίσειείχαμε γνωρίσειείχα γνωριστείείχαμε γνωριστεί
είχες γνωρίσειείχατε γνωρίσειείχες γνωριστείείχατε γνωριστεί
είχε γνωρίσειείχαν γνωρίσειείχε γνωριστείείχαν γνωριστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γνωρίζωθα γνωρίζουμε, θα γνωρίζομεθα γνωρίζομαιθα γνωριζόμαστε
θα γνωρίζειςθα γνωρίζετεθα γνωρίζεσαιθα γνωρίζεστε, θα γνωριζόσαστε
θα γνωρίζειθα γνωρίζουν(ε)θα γνωρίζεταιθα γνωρίζονται
Fut
ur
θα γνωρίσωθα γνωρίσουμε, θα γνωρίζομεθα γνωριστώθα γνωριστούμε
θα γνωρίσειςθα γνωρίσετεθα γνωριστείςθα γνωριστείτε
θα γνωρίσειθα γνωρίσουν(ε)θα γνωριστείθα γνωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γνωρίσειθα έχουμε γνωρίσειθα έχω γνωριστείθα έχουμε γνωριστεί
θα έχεις γνωρίσειθα έχετε γνωρίσειθα έχεις γνωριστείθα έχετε γνωριστεί
θα έχει γνωρίσειθα έχουν γνωρίσειθα έχει γνωριστείθα έχουν γνωριστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γνωρίζωνα γνωρίζουμε, να γνωρίζομενα γνωρίζομαινα γνωριζόμαστε
να γνωρίζειςνα γνωρίζετενα γνωρίζεσαινα γνωρίζεστε, να γνωριζόσαστε
να γνωρίζεινα γνωρίζουν(ε)να γνωρίζεταινα γνωρίζονται
Aoristνα γνωρίσωνα γνωρίσουμε, να γνωρίσομενα γνωριστώνα γνωριστούμε
να γνωρίσειςνα γνωρίσετενα γνωριστείςνα γνωριστείτε
να γνωρίσεινα γνωρίσουν(ε)να γνωριστείνα γνωριστούν(ε)
Perfνα έχω γνωρίσεινα έχουμε γνωρίσεινα έχω γνωριστείνα έχουμε γνωριστεί
να έχεις γνωρίσεινα έχετε γνωρίσεινα έχεις γνωριστείνα έχετε γνωριστεί
να έχει γνωρίσεινα έχουν γνωρίσεινα έχει γνωριστείνα έχουν γνωριστεί
Imper
ativ
Presγνώριζεγνωρίζετεγνωρίζεστε
Aoristγνώρισεγνωρίστεγνωρίσουγνωριστείτε
Part
izip
Presγνωρίζονταςγνωριζόμενος
Perfέχοντας γνωρίσει
InfinAoristγνωρίσειγνωριστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξέρωξέρουμε, ξέρομε
ξέρειςξέρετε
ξέρειξέρουν(ε)
Imper
fekt
ήξεραξέραμε
ήξερεςξέρατε
ήξερεέξεραν, ξέραν(ε)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξέρωθα ξέρουμε, θα ξέρομε
θα ξέρειςθα ξέρετε
θα ξέρειθα ξέρουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Präs
enz
να ξέρωνα ξέρουμε, να ξέρομε
να ξέρειςνα ξέρετε
να ξέρεινα ξέρουν(ε)
Imper
ativ
Presξέρεξέρετε
Part
izip
Presξέροντας

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback