Griechisch | Deutsch |
---|---|
δεν ξερώ τι έγινε. Δεν με νοιάζει τι έγινε. | Ich weiß nicht, was hier vorgefallen ist und ich will es auch nicht wissen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ξέρω· |
ξέρω τους ανθρώπους |
Deutsche Synonyme |
---|
wissen |
über Kenntnisse verfügen |
drauf haben |
nachvollziehen |
kennen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξέρω | ξέρουμε, ξέρομε |
ξέρεις | ξέρετε | ||
ξέρει | ξέρουν(ε) | ||
Imper fekt | ήξερα | ξέραμε | |
ήξερες | ξέρατε | ||
ήξερε | έξεραν, ξέραν(ε) | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξέρω | θα ξέρουμε, θα ξέρομε | |
θα ξέρεις | θα ξέρετε | ||
θα ξέρει | θα ξέρουν(ε) | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να ξέρω | να ξέρουμε, να ξέρομε |
να ξέρεις | να ξέρετε | ||
να ξέρει | να ξέρουν(ε) | ||
Imper ativ | Pres | ξέρε | ξέρετε |
Part izip | Pres | ξέροντας |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | weiß | ||
du | weißt | |||
er, sie, es | weiß | |||
Präteritum | ich | wusste | ||
Konjunktiv II | ich | wüsste | ||
Imperativ | Singular | wisse! | ||
Plural | wisset! wisst! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewusst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wissen |
ξέρω [kséro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ήξερα : 1α.κατέχω μια γνώση, έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι΄ αυτή την υπόθεση. Δεν ξερώ αν είναι εδώ ή αν έφυγε. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του. ξερώ ότι είναι έντιμος άνθρωπος. Δε θέλω να ξερώ τίποτα γι΄ αυτή την ιστορία, για κτ. πολύ δυσάρεστο. Nομίζει πως τα ξέρει όλα. Tο ξερώ πως θα φύγεις. Ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο! Θα έρθουν να μας επισκεφθούν; - Ποιος ξέρει; Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Aν ήξερες τι τράβηξα! Ξέρει από μηχανές. Δεν ξέρει τίποτα από μαθηματικά. Mην ξέροντας πώς επισκευάζεται, το χάλασε τελείως. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πολλά για την υπόθεση. || Tην ξερώ την πόλη, την έχω επισκεφτεί ή μπορώ να κυκλοφορήσω χωρίς οδηγό. Ξέρει πολλά κατατόπια / πολλές τρύπες, για αγορές οικονομικές. (έκφρ.) τόσα ξέρει τόσα λέει, για κπ. που εκφράζει απόψεις χωρίς να είναι ενημερωμένος ή χωρίς να έχει τις σχετικές γνώσεις. δεν ξέρει τι λέει, λέει ανοησίες. ξερώ κι εγώ! / ξερώ γω!, δεν ξέρω, αμφιβάλλω για κτ. ποιος ξέρει; / κανείς δεν ξέρει, για κτ. εντελώς αβέβαιο και άδηλο. δεν ξέρει τι έχει: α. έχει πάρα πολλά χρήματα. β. αισθάνεται κάποια ακαθόριστη αδιαθεσία. ΦΡ το ξέρει κι η γάτα* (μου). ο Θεός ξέρει / ένας Θεός ξέρει, για κτ. αβέβαιο που κανένας δεν μπορεί να το ξέρει ή να το προβλέψει. ξερώ κπ. από την καλή* και από την ανάποδη. ξερώ κπ. / κτ. σαν την τσέπη* μου. δεν ξέρει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. β. κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης: Ξέρει καλά αγγλικά. Δεν ξερώ γράμματα. Ξέρεις καλή ορθογραφία; (έκφρ.) δεν ξέρει γρι* ελληνικά / γαλλικά / από μουσική κτλ. ΦΡ δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα*. || Ξέρει καλό κολύμπι. Tο μωρό δεν ξέρει ακόμα να περπατάει. || Ξέρει φλιτζάνι / χαρτιά, μπορεί και ερμηνεύει τα σημάδια τους. || διατηρώ στη μνήμη μου κτ. που διάβασα· αποστηθίζω: ξερώ το μάθημα απ΄ έξω. Ξέρει καλά το ρόλο της. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.