προσπάθεια Koine-Griechisch προσπάθεια προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η προσπάθεια δανεισμού από την αγορά αναφέρθηκε και στον Τύπο («Τα Ελληνικά Ναυπηγεία ζητούν το πρώτο δάνειο στην αγορά του ευρώ» ( «Hellenic Shipyards set first euromarket loan») Reuters News, 19 Μαρτίου 1999). | Der Versuch, auf dem Kapitalmarkt Darlehen zu tätigen, wurde auch in der Presse angeführt („Hellenic Shipyards beantragen erstes Darlehen auf dem Euromarkt“, „Hellenic Shipyards set first euromarket loan“, Reuters News, 19. März 1999). Übersetzung bestätigt |
Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2002 για την αναθεώρηση των συμβατικών όρων απέτυχαν. Η σύμβαση είχε διάρκεια μέχρι τις 31.12.2005. | Die im Jahr 2002 unternommenen Versuche, die Vertragsbestimmungen neu zu verhandeln, schlugen fehl; der Vertrag hatte eine Laufzeit bis 31.12.2005. Übersetzung bestätigt |
Δεδομένου ότι οι προσπάθειες επαναδιαπραγμάτευσης της εν λόγω σύμβασης με την Arcelor είχαν αποτύχει, η SNCB αποφάσισε να κηρύξει σε πτώχευση την Acimar και να ζητήσει δικαστικό διακανονισμό. | Nachdem Versuche, diesen Vertrag mit Arcelor neu auszuhandeln, fehlgeschlagen waren, beschloss die SNCB, den Konkurs von Acimar anzumelden und um ein gerichtliches Sanierungsverfahren anzusuchen. Übersetzung bestätigt |
Το 2000, η πρώτη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της Postabank απέτυχε. | Der erste Versuch im Jahr 2000, die PB zu privatisieren, blieb erfolglos. Übersetzung bestätigt |
Όλα αυτά τα στοιχεία είναι δυνατόν να διευκολύνουν τις προσπάθειες ανακατανομής των εξαγωγικών ροών μέσω των παραδοσιακών εξαγωγέων που επωφελούνται από τους χαμηλότερους δασμούς. | Diese Aspekte begünstigen unter Umständen Versuche, die Ausfuhrströme über die traditionellen Ausführer mit den niedrigsten Zollsätzen umzulenken. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
προσπάθεια προσέγγισης |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Anstrengung | die Anstrengungen |
Genitiv | der Anstrengung | der Anstrengungen |
Dativ | der Anstrengung | den Anstrengungen |
Akkusativ | die Anstrengung | die Anstrengungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Bemühung | die Bemühungen |
Genitiv | der Bemühung | der Bemühungen |
Dativ | der Bemühung | den Bemühungen |
Akkusativ | die Bemühung | die Bemühungen |
προσπάθεια η [prospáθia] λόγ. γεν. και προσπαθείας : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσπαθώ, χρησιμοποίηση, καταβολή σωματικών, πνευματικών ή ψυχικών δυνάμεων για την επιτυχία ενός σκοπού: Kάνει μεγάλη προσπάθεια για να περπατήσει. Σηκώνει βάρη χωρίς καμιά προσπάθεια, πολύ εύκολα. Kάνει φιλότιμες προσπάθειες για να βελτιώσει τους βαθμούς του. Kαταβάλλει άοκνες προσπάθειες για την καλή λειτουργία του σχολείου. Όλες οι προσπάθειές του πήγαν χαμένες / ήταν μάταιες / ήταν άκαρπες / στέφθηκαν από επιτυχία. Οι ναυαγοί έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες για να σωθούν. Aτομική / ομαδική προσπάθεια. Επιτυχημένη / αποτυχημένη προσπάθεια. Έγινε προσπάθεια εκβιασμού των μαρτύρων, απόπειρα. || (ειδικότ.): Θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια να διορθώσω τη βλάβη, δοκιμή. || έργο που είναι αποτέλεσμα κάποιας προσπάθειας: H γιορτή που οργάνωσαν τα παιδιά ήταν μια αξιέπαινη προσπάθεια. (λόγ. έκφρ.) νόμος της ήσσονος προσπαθείας, όταν με όσο το δυνατό λιγότερες ενέργειες προσπαθώ να πετύχω περισσότερα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.