{das} Herz (ugs.) Subst.(11995) |
καρδιά mittelgriechisch καρδιά altgriechisch καρδία proto-indogermanisch *ḱḗr- / *ḱr̥d-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τα προϊόντα που παρουσιάζονται σε περισσότερες από μία στρώσεις μπορούν να τοποθετηθούν με την βάση του ενός απέναντι στην καρδιά του άλλου, με την προϋπόθεση ότι οι στρώσεις και τα κεφάλια προστατεύονται ή είναι ξεχωρισμένα με ικανοποιητικό τρόπο. | In mehr als einer Lage angebotene Erzeugnisse dürfen Herz gegen Strunk gelegt werden, sofern die Lagen oder Köpfe durch geeignetes Material geschützt oder getrennt sind. Übersetzung bestätigt |
για τα πουλερικά, το πτηνό μαδημένο και απεντερωμένο, χωρίς κεφάλι και πόδια και χωρίς τον λαιμό, την καρδιά, το συκώτι και το στομάχι, που ονομάζεται «κοτόπουλο 65 %» ή που παρουσιάζονται διαφορετικά· | bezeichnet bei Geflügel den gerupften und ausgenommenen Körper, ohne Kopf und Ständer und ohne Hals, Herz, Leber und Muskelmagen, genannt „Hühner 65 %“, oder andere Angebotsformen. Übersetzung bestätigt |
«Εντόσθια»: καρδιά, συκώτι, στομάχι και λαιμός. | „Schlachtnebenprodukte“: Herz, Leber, Muskelmagen und Hals. Übersetzung bestätigt |
Η καρδιά, ο λαιμός, το στομάχι και το συκώτι και όλα τα άλλα μέρη που θεωρούνται ότι είναι βρώσιμα στην αγορά για την οποία προορίζεται το προϊόν για τελική κατανάλωση. | Herz, Hals, Muskelmagen und Leber sowie alle anderen Körperteile, die vom Endverbraucher als genießbar angesehen werden. Übersetzung bestätigt |
Η καρδιά μπορεί να παρουσιάζεται με ή χωρίς το περικάρδιο. | Das Herz kann mit oder ohne Herzbeutel angeboten werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
καρδιακά |
καρδιακός |
καρδιαγγειακός -ή -ό |
καρδιαλγία |
καρδιακώς |
Deutsche Synonyme |
---|
Einfühlungsvermögen |
Einfühlungsgabe |
Herz |
Empathie |
καρδιά η [karδjá] λόγ. γεν. και καρδίας : 1α. μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος και που στο ανθρώπινο σώμα βρίσκεται στο πρόσθιο και μεσαίο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας, ανάμεσα στους πνεύμονες, κατά τα δύο τρίτα στην αριστερή και κατά το ένα τρίτο στη δεξιά πλευρά: Δεξιός / αριστερός κόλπος της καρδιάς. Δεξιά / αριστερά κοιλία της καρδιάς. H βαλβίδα της καρδιάς. Οι παλμοί / οι χτύποι της καρδιάς. Έχει γερή / δυνατή / αδύνατη καρδιά. Yποφέρει από την καρδιά του / έχει καρδιά, είναι καρδιοπαθής. Tεχνητή καρδιά. Mεταμόσχευση καρδιάς. Εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, με εξωσωματική κυκλοφορία. Έπιασε την καρδιά του / έβαλε το χέρι στην καρδιά του, στο σημείο του στήθους κάτω από το οποίο πάλλει η καρδιά. Σταμάτησε (να χτυπάει) η καρδιά του, πέθανε. (έκφρ.) όσο θα χτυπάει η καρδιά μου, όσο θα ζω. || (παρωχ.) τμήμα του σώματος που περιλαμβάνει την κοιλιά και το στομάχι. β. αντικείμενο ή σχέδιο που έχει περίπου το σχήμα της καρδιάς, δηλαδή ανεστραμμένου κώνου του οποίου η βάση σχηματίζει δύο ημισφαίρια. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.