Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischμετά altgriechisch μετά
κατηγόρια κατηγορία altgriechisch κατηγορία
μέρα mittelgriechisch μέρα altgriechisch ἡμέρα
αποτέλεσμα altgriechisch ἀποτέλεσμα ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (2. (Lehnbedeutung) französisch résultats)
αυτού altgriechisch αὐτοῦ
αναζήτηση altgriechisch ἀναζήτησις ἀναζητέω
αλλά altgriechisch ἀλλά
σχολή (λόγιο) altgriechisch σχολή[1]
σελίδα altgriechisch σελίς
μπορώ mittelgriechisch ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορέω
χρήμα altgriechisch χρῆμα
χρήση altgriechisch χρῆσις χρῶμαι χρή
επικοινωνία altgriechisch ἐπικοινωνία ἐπικοινωνέω
οθόνη altgriechisch ὀθόνη
παραλία altgriechisch παραλία, substantiviertes Femininum des Adjektivs: παράλιος παρά + ἅλς
εγγραφή altgriechisch ἐγγραφή
τιμή altgriechisch τιμή
επιστήμη (λόγιο) altgriechisch ἐπιστήμη ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) και (entlehnt aus) (Lehnbedeutung) französisch science, sciences lateinisch scientia (Lehnübersetzung) altgriechisch ἐπιστήμη[1]
επισκόπηση altgriechisch ἐπισκόπησις ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ indoeuropäisch (Wurzel) *speḱ-
μαζί mittelgriechisch μαζίν altgriechisch μαζίον, υποκοριστικό του μᾶζα
νόμος altgriechisch νόμος
προς altgriechisch πρός
χωρίο altgriechisch χωρίον
οικονομία altgriechisch οἰκονομία
όπως altgriechisch ὅπως
άρθρο altgriechisch ἄρθρον von θέμα αρ- του αραρίσκω (εφαρμόζω, συνάπτω) + -θρον
χωρίς altgriechisch χωρίς χῶρος (/ χώρα) indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
μέχρι altgriechisch μέχρι/μέχρις
κατηγορία altgriechisch κατηγορία κατήγορος κατά + αγορεύω
όταν altgriechisch ὅταν
όνομα altgriechisch ὄνομα indoeuropäisch (Wurzel) *h₁nḗh₃mn̥
θάνατος altgriechisch θάνατος indoeuropäisch (Wurzel) *dʰnh₂-
προσθήκη altgriechisch προσθήκη προς + θήκη τίθημι
κάθε mittelgriechisch κάθε altgriechisch καθέν, Maskulinum von καθείς κατά + εἷς
πρέπει: γ΄ ενικό des altgriechischen ρήματος πρέπω (απρόσωπη χρήση)
κατάσταση altgriechisch κατάστα(σις) + -ση. Για σύγχρονους όρους, Lehnbedeutung από τη französisch état[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + στάση
σχεδία altgriechisch σχεδία σχέδιος σχεδόν
παιχνίδι mittelgriechisch παιγνίδι παιγνίδιον altgriechisch παίγνιον παίζω παῖς proto-griechisch *pā́wits proto-indogermanisch *péh₂wids *peh₂u-
πριν altgriechisch πρίν
τύπος altgriechisch τύπος τύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)teu-p- (χτυπώ)
μέγεθος altgriechisch μέγεθος
διανυκτέρευση (λόγιο) Koine-Griechisch διανυκτέρευ(σις) + -ση altgriechisch διανυκτερεύω διά (δια-) + νυκτερεύω νύκτερος νύξ
πρόγραμμα altgriechisch πρόγραμμα προγράφω πρό + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch programme)
κάθομαι mittelgriechisch κάθομαι altgriechisch κάθημαι
περιοχή altgriechisch περιοχή περιέχω
παιδεία altgriechisch παιδεία παιδεύω παῖς (2. (Lehnbedeutung) französisch éducation)
υπηρεσία altgriechisch ὑπηρεσία
στοιχείο altgriechisch στοιχεῖον
παιδί altgriechisch παιδίον υποκοριστικό του παῖς + (κατάληξη υποκοριστικού) -ίον proto-griechisch *pā́wits proto-indogermanisch *péh₂wids *peh₂u-
καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)
και altgriechisch καί
ομάδα (λόγιο) altgriechisch ὁμάς von αιτιστική -άδα altgriechisch ὁμός
δωρεάν altgriechisch δωρεάν
για mittelgriechisch γιά altgriechisch διά
βιβλίο altgriechisch βιβλίον, Diminutiv von βίβλος βύβλος Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil)
εργασία altgriechisch ἐργασία
παιδιά altgriechisch παιδιά
μήνυμα altgriechisch μήνυμα
καλώ Katharevousa καλῶ altgriechisch καλέω / καλῶ proto-indogermanisch *kelh₁- *kl̥h₁- (καλώ)
αγορά altgriechisch ἀγορά ἀγείρω
έτσι mittelgriechisch ἔτσι ἔτις με τσιτακισμό altgriechisch οὕτως / οὑτωσί άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή lateinisch etsi (αν και)[1]
τμήμα altgriechisch τμῆμα τέμνω
εμφάνιση altgriechisch ἐμφάνισις
διαφορά altgriechisch διαφορά διαφέρω
Αθήναι altgriechisch Ἀθῆναι
υπάρχω altgriechisch ὑπάρχω
καθώς altgriechisch καθώς
όμως altgriechisch ὅμως
γλώσσα altgriechisch γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs
επιστροφή altgriechisch ἐπιστροφή ἐπιστρέφω ἐπί + στρέφω
θέση altgriechisch θέσις τίθημι
επιπλέον altgriechisch ἐπιπλέον → siehe: ἐπί και πλέον
γραφείο altgriechisch γραφεῖον
μέσο altgriechisch μέσον, Maskulinum von επιθέτου μέσος
επίσης altgriechisch ἐπ' ἴσης
εταιρεία (λόγιο) altgriechisch ἑταιρεία (σύνδεσμος, αδελφότητα) ἑταιρεῖος ἑταῖρος ἔτης *ϝέτης proto-indogermanisch *swé (ἑός), Lehnbedeutung από τη französisch société, compagnie
νέος altgriechisch νέος
παρασκευή altgriechisch παρασκευή
όπου altgriechisch ὅπου[1]
φορά altgriechisch φορά
μεταξύ mittelgriechisch μεταξύ altgriechisch μεταξύ
κατάλογος (λόγιο) altgriechisch κατάλογος (εγγραφή) κατά + λέγω, κατά- + -λογος, (Lehnbedeutung) französisch liste[1]
σύμφωνο altgriechisch σύμφωνον Maskulinum von σύμφωνος
αφαίρεση altgriechisch ἀφαίρεσις
αμοιβή altgriechisch ἀμοιβή
ποτέ altgriechisch
εκτός altgriechisch ἐκτὸς
βοήθεια altgriechisch βοήθεια
σύνδεση altgriechisch σύνδεσις
κάρτα italienisch carta lateinisch charta altgriechisch χάρτης (αντιδάνειο)
χώρα altgriechisch χώρα proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
απόφαση altgriechisch ἀπόφασις ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω
όπιο Koine-Griechisch ὄπιον altgriechisch ὀπός
ενημέρωση ενημερώνω + -ση ενήμερος + -ώνω εν + ημέρα altgriechisch ἡμέρα ἦμαρ (ημέρα) proto-indogermanisch *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
κύριος (λόγιο) altgriechisch κύριος κῦρος [1]
αφού Koine-Griechisch ἀφοῦ altgriechisch ἀφ' οὗ (χρόνου)
είμαι mittelgriechisch εἶμαι altgriechisch εἰμί indoeuropäisch (Wurzel) *h₁ésmi (είμαι, υπάρχω)
εικόνα altgriechisch εἰκών εἴκω (μοιάζω)
βασιλιάς altgriechisch βασιλεύς proto-griechisch *gʷatiléus vorhellenistisch
αρχείο altgriechisch ἀρχεῖον (χώρος διαμονής αξιωματούχων)[1] για τη «συλλογή εγγράφων»: (Lehnbedeutung) französisch archives (Mehrzahl von archive) για την πληροφορική: (Lehnbedeutung) englisch file
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.