κάθομαι Verb  [kathome, kathomai]

sitzen (ugs.)
  Verb
(327)
  Verb
(24)
  Verb
(8)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu κάθομαι

κάθομαι mittelgriechisch κάθομαι altgriechisch κάθημαι


GriechischDeutsch
Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, δεν μου αρέσει να κάθομαι δίπλα σε φασίστες.Ich möchte nicht neben Faschisten sitzen.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, σήμερα το πρωί είχα το προνόμιο να κάθομαι δίπλα στον πολύ καλό συνάδελφο, κ. Daniel Hannan. " ομιλία που εκφώνησε πριν μερικές εβδομάδες αποτέλεσε επανάσταση για τη μετάδοση πληροφοριών και πολιτικής σκέψης και θα φέρει αλλαγές στο μέλλον.Herr Präsident! Ich habe heute Morgen die große Ehre, neben meinem lieben Kollegen Daniel Hannan zu sitzen, dessen Rede vor einigen Wochen die Vermittlung von Informationen und politischen Vorstellungen revolutioniert hat und für die Zukunft verändern wird.

Übersetzung bestätigt

Θα κάθομαι εδώ που βρίσκομαι και τώρα, γιατί θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά σε όλους σας.Ich werde hier sitzen, wo ich jetzt sitze, weil ich möglichst in Ihrer Nähe sein will.

Übersetzung bestätigt

Το προτιμώ σαφώς από το να κάθομαι πίσω από το γραφείο και να βλέπω σε μια οθόνη υπολογιστή διάφορα ηλεκτρονικά έγγραφα.Das spricht mich eher an, als am Schreibtisch zu sitzen und auf einem Monitor jede Menge elektronischer Dokumente zu sehen.

Übersetzung bestätigt

Ανυπομονώ για τη μέρα που θα μπορώ να κάθομαι δίπλα σας, δίπλα στο καβαλέτο, και θα βλέπω τον κόσμο που μπορούμε να δημιουργήσουμε με τα νέα μας εργαλεία και τις ανακαλύψεις που μπορούμε να κάνουμε για τους εαυτούς μας.Ich freue mich auf den Tag, an dem ich neben Ihrer Leinwand sitzen und die Welt sehen kann, die wir schaffen können mit unseren neuen Werkzeugkästen und die Entdeckungen, die wir über uns selbst machen können.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu κάθομαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κάθομαικαθόμαστε
κάθεσαικάθεστε, καθόσαστε
κάθεταικάθονται
Imper
fekt
καθόμουν(α)καθόμαστε, καθόμασταν
καθόσουν(α)καθόσαστε, καθόσασταν
καθόταν(ε)κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν
Aoristέκατσα, κάθισακάτσαμε, καθίσαμε
έκατσες, κάθισεςκάτσατε, καθίστε
έκατσε, κάθισεέκατσαν, κάτσαν(ε), κάθισαν, καθίσαν(ε)
Per
fekt
έχω κάτσει
έχω καθίσει
είμαι καθισμένος, -η
έχουμε κάτσει
έχουμε καθίσει
είμαστε καθισμένοι, -ες
έχεις κάτσει
έχεις καθίσει
είσαι καθισμένος, -η
έχετε κάτσει
έχετε καθίσει
είστε καθισμένοι, -ες
έχει κάτσει
έχει καθίσει
είναι καθισμένος, -η, -ο
έχουν κάτσει
έχουν καθίσει
είναι καθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κάτσει
είχα καθίσει
ήμουν καθισμένος, -η
είχαμε κάτσει
είχαμε καθίσει
ήμαστε καθισμένοι, -ες
είχες κάτσει
είχες καθίσει
ήσουν καθισμένος, -η
είχατε κάτσει
είχατε καθίσει
ήσαστε καθισμένοι, -ες
είχε κάτσει
είχε καθίσει
ήταν καθισμένος, -η, -ο
είχαν κάτσει
είχαν καθίσει
ήταν καθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κάθομαιθα καθόμαστε
θα κάθεσαιθα κάθεστε, θα καθόσαστε
θα κάθεταιθα κάθονται
Fut
ur
θα κάτσω, θα καθίσωθα κάτσουμε, θα καθίσουμε
θα κάτσεις, θα καθίσειςθα κάτσετε, θα καθίσετε
θα κάτσει, θα καθίσειθα κάτσουν(ε), θα καθίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κάτσει
θα έχω καθίσει
θα είμαι καθισμένος, -η
θα έχουμε κάτσει
θα έχουμε καθίσει
θα είμαστε καθισμένοι, -ες
θα έχεις κάτσει
θα έχεις καθίσει
θα είσαι καθισμένος, -η
θα έχετε κάτσει
θα έχετε καθίσει
θα είστε καθισμένοι, -ες
θα έχει κάτσει
θα έχει καθίσει
θα είναι καθισμένος, -η
θα έχουν κάτσει
θα έχουν καθίσει
θα είναι καθισμένοι, -ες
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κάθομαινα καθόμαστε
να κάθεσαινα κάθεστε, να καθόσαστε
να κάθεταινα κάθονται
Aoristνα κάτσω, να καθίσωνα κάτσουμε, να καθίσουμε
να κάτσεις, να καθίσειςνα κάτσετε, να καθίσετε
να κάτσει, να καθίσεινα κάτσουν(ε), να καθίσουν(ε)
Perfνα έχω κάτσει
να έχω καθίσει
να είμαι καθισμένος, -η
να έχουμε κάτσει
να έχουμε καθίσει
να είμαστε καθισμένοι, -ες
να έχεις κάτσει
να έχεις καθίσει
να είσαι καθισμένος, -η
να έχετε κάτσει
να έχετε καθίσει
να είστε καθισμένοι, -ες
να έχει κάτσει
να έχει καθίσει
να είναι καθισμένος, -η, -ο
να έχουν κάτσει
να έχουν καθίσει
να είναι καθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάθεστε
Aoristsikono#sikose">κάτσε, κάθισεκάτσετε, καθίστε
Part
izip
Presκαθόμενος
Perfκαθισμένος, -η, -οκαθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκάτσει, καθίσει











Griechische Definition zu κάθομαι

κάθομαι [káθome] Ρ αόρ. κάθισα και (προφ.) έκατσα, απαρέμφ. καθίσει και (προφ.) κάτσει, μππ. καθισμένος : 1α. ακουμπώ κάπου με τα οπίσθια, κρατώντας τη ράχη όρθια και τα πόδια λυγισμένα ή ίσια, ανάλογα με το ύψος στο οποίο βρίσκεται το στήριγμα σε σχέση με το έδαφος ή με το δάπεδο: κάθομαι στην καρέκλα / στο κρεβάτι / καταγής / σταυροπόδι. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Kαθίστε, παρακαλώ, όταν προσφέρουμε σε κπ. θέση. Kάθισε / κάτσε κάτω, επιτακτικά σε κπ. που σηκώνεται για να λάβει το λόγο. (έκφρ.) κάθομαι όρθιος, στέκομαι όρθιος. κάθισε / κάτσε ήσυχα / φρόνιμα, μην ατακτείς κυριολεκτικά και μτφ. σήκω εσύ να κάτσω εγώ, για κπ. που προσπαθεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου. ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα* / στα καρφιά* / στ΄ αγκάθια*. κάθομαι στ΄ αυγά* μου. σήκω σήκω*, κάτσε κάτσε. καθόμαστε πάνω σ΄ ένα ηφαίστειο*. κάθομαι στο σκαμνί*. || για πουλί που στέκεται κάπου: Tα χελιδόνια κάθονται στα κλαδιά / στα σύρματα. β. βρίσκομαι σε ένα χώρο καθισμένος κάπου: κάθομαι στη βεράντα / στο δωμάτιο. || κάθομαι στο παράθυρο, κοντά στο παράθυρο. κάθομαι στο τραπέζι, κάθομαι σε καρέκλα μπροστά στο τραπέζι, κυρίως για να φάω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback