Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wie lange kann ich bis zur Injektion warten, nachdem ich das Arzneimittel zubereitet habe? | Αφού αναμιχθεί το φάρμακο, πόσο μπορώ να περιμένω προτού να κάνω την ένεση; Übersetzung bestätigt |
Darf ich jetzt mein PED an Bord im Flugmodus benutzen oder muss ich noch warten? | Μπορώ δηλαδή να ξεκινήσω ήδη να χρησιμοποιώ στο αεροπλάνο φορητές ηλεκτρονικές συσκευές "σε λειτουργία πτήσης"; Ή πρέπει να περιμένω; Übersetzung bestätigt |
Ich habe angegeben, dass ich eine schriftliche Erklärung zur Abstimmung abgeben möchte. Daraufhin wurde mir gesagt, dass ich in jedem Fall bei der Abstimmung anwesend sein und warten müsse, bis ich aufgerufen würde, damit ich bekannt geben könne, dass ich eine schriftliche Erklärung zur Abstimmung abgeben möchte. | Είπα ότι ήθελα να προβώ σε επεξήγηση της ψήφου μου γραπτώς και μου είπαν να παρίσταμαι για την ψηφοφορία από την αρχή και ότι θα έπρεπε να περιμένω μέχρι να με καλέσουν για να δηλώσω ότι ήθελα να την υποβάλω γραπτώς. Übersetzung bestätigt |
Ich suchte ärztliche Hilfe und erhielt den Bescheid, dass ich drei Wochen auf einen Untersuchungstermin und dann mindestens einen Monat auf die unumgängliche Operation warten müsse. | Απευθύνθηκα τότε στο ιατρείο, όπου μου είπαν ότι θα πρέπει να περιμένω τρεις εβδομάδες μέχρι να μου γίνει εξέταση και στη συνέχεια άλλον ένα μήνα τουλάχιστον για την εγχείριση η οποία ήταν απολύτως απαραίτητη. Übersetzung bestätigt |
Frau Präsidentin, ich musste warten, ob der Änderungsantrag der Liberalen Fraktion durchging. | Κυρία Πρόεδρε, έπρεπε να περιμένω και να δω αν πέρασε η τροπολογία της Oμάδας του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(sich) in Geduld üben |
harren |
(sich) gedulden |
beharren |
ausharren |
warten |
ausdauern |
abwarten |
abpassen |
zuwarten |
(sich) in Geduld fassen |
nicht ungeduldig werden |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | warte | ||
du | wartest | |||
er, sie, es | wartet | |||
Präteritum | ich | wartete | ||
Konjunktiv II | ich | wartete | ||
Imperativ | Singular | warte! | ||
Plural | wartet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewartet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:warten |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιμένω | περιμένουμε, περιμένομε |
περιμένεις | περιμένετε | ||
περιμένει | περιμένουν(ε) | ||
Imper fekt | περίμενα | περιμέναμε | |
περίμενες | περιμένατε | ||
περίμενε | περίμεναν, περιμέναν(ε) | ||
../iordanidou4500/iordanidou_notes#perimeno">Aorist* | περίμεινα | περιμείναμε | |
περίμεινες | περιμείνατε | ||
περίμεινε | περίμειναν, περιμείναν(ε) | ||
Per fekt | έχω περιμείνει | έχουμε περιμείνει | |
έχεις περιμείνει | έχετε περιμείνει | ||
έχει περιμείνει | έχουν περιμείνει | ||
Plu per fekt | είχα περιμείνει | είχαμε περιμείνει | |
είχες περιμείνει | είχατε περιμείνει | ||
είχε περιμείνει | είχαν περιμείνει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιμένω | θα περιμένουμε, θα περιμένομε | |
θα περιμένεις | θα περιμένετε | ||
θα περιμένει | θα περιμένουν(ε) | ||
Fut ur | θα περιμείνω | θα περιμείνουμε, θα περιμείνομε | |
θα περιμείνεις | θα περιμείνετε | ||
θα περιμείνει | θα περιμείνουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω περιμείνει | θα έχουμε περιμείνει | |
θα έχεις περιμείνει | θα έχετε περιμείνει | ||
θα έχει περιμείνει | θα έχουν περιμείνει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιμένω | να περιμένουμε, να περιμένομε |
να περιμένεις | να περιμένετε | ||
να περιμένει | να περιμένουν(ε) | ||
Aorist | να περιμείνω | να περιμείνουμε, να περιμείνομε | |
να περιμείνεις | να περιμείνετε | ||
να περιμείνει | να περιμείνουν(ε) | ||
Perf | να έχω περιμείνει | να έχουμε περιμείνει | |
να έχεις περιμείνει | να έχετε περιμείνει | ||
να έχει περιμείνει | να έχουν περιμείνει | ||
Imper ativ | Pres | περίμενε | περιμένετε |
Aorist | περίμεινε | περιμείνετε | |
Part izip | Pres | περιμένοντας | |
Perf | έχοντας περιμείνει | ||
Infin | Aorist | περιμείνει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.