περιμένω Verb (91) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Als Abgeordneter werde ich nicht erst die nächsten Katastrophen abwarten, um auf europäischer Ebene zusammen mit den Nutzern und Eisenbahnern aktiv zu werden, um diese Tendenzen zu stoppen. | Ως βουλευτής του ΕΚ, δεν πρόκειται να περιμένω την ανακοίνωση των επόμενων καταστροφών για να κινητοποιηθώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπέρ των χρηστών και των σιδηροδρομικών υπαλλήλων ώστε να δοθεί τέρμα σε αυτές τις τάσεις. Übersetzung bestätigt |
Sie wissen genau, dass ich nicht nur vor einigen Tagen den Stand der Umsetzung für jedes einzelne Land veröffentlicht, sondern dass ich auch Vertragsverletzungsverfahren eingeleitet habe, und ich denke nicht, dass wir den Ausgang dieser Verfahren abwarten müssen, um sinnvolle Vorschläge zur Terrorismusbekämpfung anzunehmen. | Όπως ξέρετε, πριν από λίγες ημέρες δεν δημοσίευσα απλώς μια έκθεση για την κατάσταση σε κάθε χώρα, αλλά δρομολόγησα και διαδικασίες επί παραβάσει και δεν νομίζω ότι θα πρέπει να περιμένω την ολοκλήρωσή τους για να υποβάλω προτάσεις που θα βοηθήσουν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Übersetzung bestätigt |
Ich werde jetzt abwarten, ob eine Gruppe der Senatoren von denen einige bereits ihre diesbezügliche Absicht bekundet haben das Verfassungsgericht um eine weitere Prüfung des Lissabon-Vertrages in Bezug auf unsere Verfassung bittet. | Τώρα θα περιμένω να διαπιστώσω εάν μια ομάδα γερουσιαστών, κάποιοι εκ των οποίων έχουν ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή τους να το κάνουν, ζητήσει από το Συνταγματικό Δικαστήριο ακόμα μια αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας σε σχέση με το σύνταγμά μας. Übersetzung bestätigt |
Ich werde daher geduldig abwarten, bis der Gesamtprozess in Gang gekommen ist, um zu sehen, wie unsere Zusammenarbeit funktioniert. | Θα περιμένω, λοιπόν, υπομονετικά ώσπου να τεθεί σε λειτουργία η όλη διαδικασία για να διαπιστώσω πώς θα είναι η συνεργασία μας. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte ebenso im Namen meiner Fraktion mein Mitgefühl für die Opfer ausdrücken, und ich möchte natürlich auch die Ergebnisse der Untersuchung abwarten. | Θέλω και εγώ να εκφράσω τα συλλυπητήριά μου για τα θύματα εξ ονόματος της Ομάδας μου και θέλω βέβαια επίσης να περιμένω τα αποτελέσματα της έρευνας. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
(sich) in Geduld üben |
harren |
(sich) gedulden |
beharren |
ausharren |
warten |
ausdauern |
abwarten |
abpassen |
zuwarten |
(sich) in Geduld fassen |
nicht ungeduldig werden |
Ähnliche Wörter |
---|
abwartend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | warte ab | ||
du | wartest ab | |||
er, sie, es | wartet ab | |||
Präteritum | ich | wartete ab | ||
Konjunktiv II | ich | wartete ab | ||
Imperativ | Singular | wart ab! warte ab! | ||
Plural | wartet ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgewartet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abwarten |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιμένω | περιμένουμε, περιμένομε |
περιμένεις | περιμένετε | ||
περιμένει | περιμένουν(ε) | ||
Imper fekt | περίμενα | περιμέναμε | |
περίμενες | περιμένατε | ||
περίμενε | περίμεναν, περιμέναν(ε) | ||
../iordanidou4500/iordanidou_notes#perimeno">Aorist* | περίμεινα | περιμείναμε | |
περίμεινες | περιμείνατε | ||
περίμεινε | περίμειναν, περιμείναν(ε) | ||
Per fekt | έχω περιμείνει | έχουμε περιμείνει | |
έχεις περιμείνει | έχετε περιμείνει | ||
έχει περιμείνει | έχουν περιμείνει | ||
Plu per fekt | είχα περιμείνει | είχαμε περιμείνει | |
είχες περιμείνει | είχατε περιμείνει | ||
είχε περιμείνει | είχαν περιμείνει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιμένω | θα περιμένουμε, θα περιμένομε | |
θα περιμένεις | θα περιμένετε | ||
θα περιμένει | θα περιμένουν(ε) | ||
Fut ur | θα περιμείνω | θα περιμείνουμε, θα περιμείνομε | |
θα περιμείνεις | θα περιμείνετε | ||
θα περιμείνει | θα περιμείνουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω περιμείνει | θα έχουμε περιμείνει | |
θα έχεις περιμείνει | θα έχετε περιμείνει | ||
θα έχει περιμείνει | θα έχουν περιμείνει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιμένω | να περιμένουμε, να περιμένομε |
να περιμένεις | να περιμένετε | ||
να περιμένει | να περιμένουν(ε) | ||
Aorist | να περιμείνω | να περιμείνουμε, να περιμείνομε | |
να περιμείνεις | να περιμείνετε | ||
να περιμείνει | να περιμείνουν(ε) | ||
Perf | να έχω περιμείνει | να έχουμε περιμείνει | |
να έχεις περιμείνει | να έχετε περιμείνει | ||
να έχει περιμείνει | να έχουν περιμείνει | ||
Imper ativ | Pres | περίμενε | περιμένετε |
Aorist | περίμεινε | περιμείνετε | |
Part izip | Pres | περιμένοντας | |
Perf | έχοντας περιμείνει | ||
Infin | Aorist | περιμείνει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.