μένω Verb  [meno, menw]

  Verb
(130)
  Verb
(91)
  Verb
(1)
  Verb
(1)

Etymologie zu μένω

μένω altgriechisch μένω


GriechischDeutsch
Σ' έναν κόσμο υποκριτών και φιλόδοξων επαγγελματιών ο Dennis Halliday τόλμησε να πει: "Δεν μπορώ να μένω εδώ και να μην μιλώ για τις συνέπειες που υφίσταται ο λαός του Ιράκ και για τα ψέματα που βγαίνουν από τα υπουργεία των ΗΠΑ" .In einer Welt der Heuchler und Karrieristen wagte es Dennis Halliday zu sagen: "Ich kann nicht hier bleiben und mich angesichts der Folgen, die ich für die irakische Bevölkerung sehe, und auch der Lügen, die aus den Ministerien der Vereinigten Staaten kommen, in Schweigen hüllen. "

Übersetzung bestätigt

Δεν μπορώ να φανταστώ να μένω λογικός με κάποιον να βουίζει στα αυτιά μου όλη την ημέρα Πόσο μάλλον όταν θέλω μόνος να κανω μια πραγματική εργασία.Ich konnte mir nicht vorstellen vernünftig zu bleiben, während mir jemand den ganzen Tag in mein Ohr Summt, geschweige denn irgendeine art richtiger Arbeit zu beenden.

Übersetzung nicht bestätigt

"Σ' ευχαριστώ που είσαι αυτός που κερδίζει το ψωμί μας, και έτσι μπορώ εγώ να μένω σπίτι με τα παιδιά", αλλά δεν θα το ζητούσε."Vielen Dank, dass du das Brot auf den Tisch bringst und ich mit den Kindern zu Hause bleiben kann." zu hören, aber nicht danach fragt.

Übersetzung nicht bestätigt

Και η δουλειά μου ήταν να μένω ξύπνια μέχρι να έρθουν οι εφιάλτες της ώστε να την ξυπνήσω.Und es war meine Aufgabe, jede Nacht wach zu bleiben, bis ihre Alpträume kamen, damit ich sie aufwecken konnte.

Übersetzung nicht bestätigt

Εσύ ταξιδεύεις! Εγώ μένω στο σπίτι και βαριέμαι.Ich muss hier bleiben und mich langweilen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu μένω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μένωμένουμε, μένομε
μένειςμένετε
μένειμένουν(ε)
Imper
fekt
έμεναμέναμε
έμενεςμένατε
έμενεέμεναν, μέναν(ε)
Aoristέμειναμείναμε
έμεινεςμείνατε
έμεινεέμειναν, μείναν(ε)
Per
fekt
έχω μείνειέχουμε μείνει
έχεις μείνειέχετε μείνει
έχει μείνειέχουν μείνει
Plu
per
fekt
είχα μείνειείχαμε μείνει
είχες μείνειείχατε μείνει
είχε μείνειείχαν μείνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μένωθα μένουμε, θα μένομε
θα μένειςθα μένετε
θα μένειθα μένουν(ε)
Fut
ur
θα μείνωθα μείνουμε, θα μείνομε
θα μείνειςθα μείνετε
θα μείνειθα μείνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μείνειθα έχουμε μείνει
θα έχεις μείνειθα έχετε μείνει
θα έχει μείνειθα έχουν μείνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μένωνα μένουμε, να μένομε
να μένειςνα μένετε
να μένεινα μένουν(ε)
Aoristνα μείνωνα μείνουμε, να μείνομε
να μείνειςνα μείνετε
να μείνεινα μείνουν(ε)
Perfνα έχω μείνεινα έχουμε μείνει
να έχεις μείνεινα έχετε μείνει
να έχει μείνεινα έχουν μείνει
Imper
ativ
Presμένεμένετε
Aoristμείνεμείνετε
Part
izip
Presμένοντας
Perfέχοντας μείνει
InfinAoristμείνει











Griechische Definition zu μένω

μένω [méno] Ρ αόρ. έμεινα, απαρέμφ. μείνει : 1α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: μένω ευχαριστημένος / εμβρόντητος / ανεξεταστέος / στάσιμος. μένω ξύπνιος / άγρυπνος. μένω έγκυος. μένω χωρίς δουλειά. μένω πίσω* και ως έκφραση. Έμεινε ακίνητος σαν πεθαμένος. Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε χήρα. Tα καταστήματα έμειναν κλειστά λόγω της απεργίας. ΦΡ και εκφράσεις μένω με την όρεξη*. μένω με το στόμα* ανοιχτό. μένω με την κακία μου / μου μένει η κακία, δεν πραγματοποιείται η επιθυμία μου που ήταν βλαβερή, επιζήμια για κπ. άλλο. έμεινα, για κατάσταση έκπληξης ή αμηχανίας. μένω πανί* με πανί / με άδειες τσέπες*. μένω στο ράφι* / στα κρύα του λουτρού* / μπουκάλα*. μένω με τη γλύκα*. μένω στα λόγια*. μένω στον άσο*. μένω στήλη* άλατος. μένω (ο) μισός*. μένω ρέστος* / σέκος* / ξερός* / σύξυλος* / ταπί*. μένω κόκαλο*. μένω στον τόπο*. β. εξακολουθώ να υπάρχω: Tο ρούχο δεν καθάρισε καλά· έμειναν ακόμα μερικοί λεκέδες. Kαλλιτεχνικό έργο που θα μείνει στους αιώνες. (έκφρ.) τα γραπτά* μένουν. ΦΡ να μένει (το βύσσινο*). γ. υπάρχω ως υπόλοιπο· υπολείπομαι: Aν από τα δέκα αφαιρέσουμε δύο, μένουν οχτώ. Δε μου έμεινε ούτε μία δραχμή. Tι σου έμεινε από αυτά που έμαθες στο σχολείο; || Έκανε κάποτε το μανάβη και του έμεινε το όνομα. || (στο γ' πρόσ.) μένει να…, για ενέργεια που πρέπει να γίνει: Mένει να μάθουμε τα κίνητρα του εγκλήματος. Δε μένει παρά να σε ευχαριστήσω δ. εξακολουθώ να βρίσκομαι κάπου: Mείνε ακίνητος στη θέση σου. Θα μείνω εδώ για να σε περιμένω. Mένει κτ. στη μνήμη / στο μυαλό, το θυμάμαι. (έκφρ.) μένω στη σκιά*. μένω στη σκιά* κάποιου. δεν έμεινε πέτρα* πάνω στην πέτρα. (λόγ.) δεν έμεινε λίθος* επί λίθου. || Aυτό να μείνει μεταξύ μας, να μην ανακοινωθεί σε άλλους. || για όχημα που δεν προχωρεί πια, που σταματά: Έμεινε το αυτοκίνητο από λάστιχο / από βενζίνη. ε. διακόπτω, σταματώ κτ.: Aς μείνουμε ως εδώ· τα άλλα για αύριο. Mείναμε λίγο στον ίσκιο του πλάτανου για να ξεκουραστούμε. Nα μείνει αυτή η παραγγελία, να μην εκτελεστεί. στ. αρκούμαι σε κτ.: Έμειναν σε λίγα φιλιά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback