wohnen
 Verb

μένω Verb
(91)
κατοικώ Verb
(9)
διαμένω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Hyung-nim, werde ich von jetzt an hier wohnen?Αδερφέ, θα μένω εδώ στο εξής;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μένωμένουμε, μένομε
μένειςμένετε
μένειμένουν(ε)
Imper
fekt
έμεναμέναμε
έμενεςμένατε
έμενεέμεναν, μέναν(ε)
Aoristέμειναμείναμε
έμεινεςμείνατε
έμεινεέμειναν, μείναν(ε)
Per
fekt
έχω μείνειέχουμε μείνει
έχεις μείνειέχετε μείνει
έχει μείνειέχουν μείνει
Plu
per
fekt
είχα μείνειείχαμε μείνει
είχες μείνειείχατε μείνει
είχε μείνειείχαν μείνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μένωθα μένουμε, θα μένομε
θα μένειςθα μένετε
θα μένειθα μένουν(ε)
Fut
ur
θα μείνωθα μείνουμε, θα μείνομε
θα μείνειςθα μείνετε
θα μείνειθα μείνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μείνειθα έχουμε μείνει
θα έχεις μείνειθα έχετε μείνει
θα έχει μείνειθα έχουν μείνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μένωνα μένουμε, να μένομε
να μένειςνα μένετε
να μένεινα μένουν(ε)
Aoristνα μείνωνα μείνουμε, να μείνομε
να μείνειςνα μείνετε
να μείνεινα μείνουν(ε)
Perfνα έχω μείνεινα έχουμε μείνει
να έχεις μείνεινα έχετε μείνει
να έχει μείνεινα έχουν μείνει
Imper
ativ
Presμένεμένετε
Aoristμείνεμείνετε
Part
izip
Presμένοντας
Perfέχοντας μείνει
InfinAoristμείνει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατοικώκατοικούμεκατοικούμαικατοικούμαστε
κατοικείςκατοικείτεκατοικείσαικατοικείστε
κατοικείκατοικούν(ε)κατοικείταικατοικούνται
Imper
fekt
κατοικούσακατοικούσαμεκατοικούμουν
κατοικιόμουν(α)
κατοικούμαστε
κατοικιόμαστε, κατοικιόμασταν
κατοικούσεςκατοικούσατεκατοικιόσουν(α)κατοικιόσαστε, κατοικιόσασταν
κατοικούσεκατοικούσαν(ε)κατοικούνταν, κατοικείτο
κατοικιόταν(ε)
κατοικούνταν, κατοικούντο
κατοικιόνταν(ε), κατοικιόντουσαν
Aoristκατοίκησακατοικήσαμεκατοικήθηκακατοικηθήκαμε
κατοίκησεςκατοικήσατεκατοικήθηκεςκατοικηθήκατε
κατοίκησεκατοίκησαν, κατοικήσαν(ε)κατοικήθηκεκατοικήθηκαν, κατοικηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κατοικήσει
έχω κατοικημένο
έχουμε κατοικήσει
έχουμε κατοικημένο
έχω κατοικηθεί
είμαι κατοικημένος, -η
έχουμε κατοικηθεί
είμαστε κατοικημένοι, -ες
έχεις κατοικήσει
έχεις κατοικημένο
έχετε κατοικήσει
έχετε κατοικημένο
έχεις κατοικηθεί
είσαι κατοικημένος, -η
έχετε κατοικηθεί
είστε κατοικημένοι, -ες
έχει κατοικήσει
έχει κατοικημένο
έχουν κατοικήσει
έχουν κατοικημένο
έχει κατοικηθεί
είναι κατοικημένος, -η, -ο
έχουν κατοικηθεί
είναι κατοικημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα κατοικήσει
είχα κατοικημένο
είχαμε κατοικήσει
είχαμε κατοικημένο
είχα κατοικηθεί
ήμουν κατοικημένος, -η
είχαμε κατοικηθεί
ήμαστε κατοικημένοι, -ες
είχες κατοικήσει
είχες κατοικημένο
είχατε κατοικήσει
είχατε κατοικημένο
είχες κατοικηθεί
ήσουν κατοικημένος, -η
είχατε κατοικηθεί
ήσαστε κατοικημένοι, -ες
είχε κατοικήσει
είχε κατοικημένο
είχαν κατοικήσει
είχαν κατοικημένο
είχε κατοικηθεί
ήταν κατοικημένος, -η, -ο
είχαν κατοικηθεί
ήταν κατοικημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατοικώθα κατοικούμεθα κατοικούμαιθα κατοικούμαστε
θα κατοικείςθα κατοικείτεθα κατοικείσαιθα κατοικείστε
θα κατοικείθα κατοικούν(ε)θα κατοικείταιθα κατοικούνται
Fut
ur
θα κατοικήσωθα κατοικήσουμεθα κατοικηθώθα κατοικηθούμε
θα κατοικήσειςθα κατοικήσετεθα κατοικηθείςθα κατοικηθείτε
θα κατοικήσειθα κατοικήσουν(ε)θα κατοικηθείθα κατοικηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατοικήσει
θα έχω κατοικημένο
θα έχουμε κατοικήσει
θα έχουμε κατοικημένο
θα έχω κατοικηθεί
θα είμαι κατοικημένος, -η
θα έχουμε κατοικηθεί
θα είμαστε κατοικημένοι, -ες
θα έχεις κατοικήσει
θα έχεις κατοικημένο
θα έχετε κατοικήσει
θα έχετε κατοικημένο
θα έχεις κατοικηθεί
θα είσαι κατοικημένος, -η
θα έχετε κατοικηθεί
θα είστε κατοικημένοι, -η
θα έχει κατοικήσει
θα έχει κατοικημένο
θα έχουν κατοικήσει
θα έχουν κατοικημένο
θα έχει κατοικηθεί
θα είναι κατοικημένος, -η, -ο
θα έχουν κατοικηθεί
θα είναι κατοικημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατοικώνα κατοικούμενα κατοικούμαινα κατοικούμαστε
να κατοικείςνα κατοικείτενα κατοικείσαινα κατοικείστε
να κατοικείνα κατοικούν(ε)να κατοικείταινα κατοικούνται
Aoristνα κατοικήσωνα κατοικήσουμε, να κατοικήσομενα κατοικηθώνα κατοικηθούμε
να κατοικήσειςνα κατοικήσετενα κατοικηθείςνα κατοικηθείτε
να κατοικήσεινα κατοικήσουν(ε)να κατοικηθείνα κατοικηθούν(ε)
Perfνα έχω κατοικήσει
να έχω κατοικημένο
να έχουμε κατοικήσει
να έχουμε κατοικημένο
να έχω κατοικηθεί
να είμαι κατοικημένος, -η
να έχουμε κατοικηθεί
να είμαστε κατοικημένοι, -ες
να έχεις κατοικήσει
να έχεις κατοικημένο
να έχετε κατοικήσει
να έχετε κατοικημένο
να έχεις κατοικηθεί
να είσαι κατοικημένος, -η
να έχετε κατοικηθεί
να είστε κατοικημένοι, -ες
να έχει κατοικήσει
να έχει κατοικημένο
να έχουν κατοικήσει
να έχουν κατοικημένο
να έχει κατοικηθεί
να είναι κατοικημένος, -η, -ο
να έχουν κατοικηθεί
να είναι κατοικημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατοικείτεκατοικείστε
Aoristκατοίκησεκατοικήστε, κατοικήσετεκατοικήσουκατοικηθείτε
Part
izip
Presκατοικώντας
Perfέχοντας κατοικήσει, έχοντας κατοικημένοκατοικημένος, -η, -οκατοικημένοι, -ες, -α
InfinAoristκατοικήσεικατοικηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback