μένω altgriechisch μένω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σ' έναν κόσμο υποκριτών και φιλόδοξων επαγγελματιών ο Dennis Halliday τόλμησε να πει: "Δεν μπορώ να μένω εδώ και να μην μιλώ για τις συνέπειες που υφίσταται ο λαός του Ιράκ και για τα ψέματα που βγαίνουν από τα υπουργεία των ΗΠΑ" . | In einer Welt der Heuchler und Karrieristen wagte es Dennis Halliday zu sagen: "Ich kann nicht hier bleiben und mich angesichts der Folgen, die ich für die irakische Bevölkerung sehe, und auch der Lügen, die aus den Ministerien der Vereinigten Staaten kommen, in Schweigen hüllen. " Übersetzung bestätigt |
Δεν μπορώ να φανταστώ να μένω λογικός με κάποιον να βουίζει στα αυτιά μου όλη την ημέρα Πόσο μάλλον όταν θέλω μόνος να κανω μια πραγματική εργασία. | Ich konnte mir nicht vorstellen vernünftig zu bleiben, während mir jemand den ganzen Tag in mein Ohr Summt, geschweige denn irgendeine art richtiger Arbeit zu beenden. Übersetzung nicht bestätigt |
"Σ' ευχαριστώ που είσαι αυτός που κερδίζει το ψωμί μας, και έτσι μπορώ εγώ να μένω σπίτι με τα παιδιά", αλλά δεν θα το ζητούσε. | "Vielen Dank, dass du das Brot auf den Tisch bringst und ich mit den Kindern zu Hause bleiben kann." zu hören, aber nicht danach fragt. Übersetzung nicht bestätigt |
Και η δουλειά μου ήταν να μένω ξύπνια μέχρι να έρθουν οι εφιάλτες της ώστε να την ξυπνήσω. | Und es war meine Aufgabe, jede Nacht wach zu bleiben, bis ihre Alpträume kamen, damit ich sie aufwecken konnte. Übersetzung nicht bestätigt |
Εσύ ταξιδεύεις! Εγώ μένω στο σπίτι και βαριέμαι. | Ich muss hier bleiben und mich langweilen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
μένω πιστός |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μένω | μένουμε, μένομε |
μένεις | μένετε | ||
μένει | μένουν(ε) | ||
Imper fekt | έμενα | μέναμε | |
έμενες | μένατε | ||
έμενε | έμεναν, μέναν(ε) | ||
Aorist | έμεινα | μείναμε | |
έμεινες | μείνατε | ||
έμεινε | έμειναν, μείναν(ε) | ||
Per fekt | έχω μείνει | έχουμε μείνει | |
έχεις μείνει | έχετε μείνει | ||
έχει μείνει | έχουν μείνει | ||
Plu per fekt | είχα μείνει | είχαμε μείνει | |
είχες μείνει | είχατε μείνει | ||
είχε μείνει | είχαν μείνει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μένω | θα μένουμε, θα μένομε | |
θα μένεις | θα μένετε | ||
θα μένει | θα μένουν(ε) | ||
Fut ur | θα μείνω | θα μείνουμε, θα μείνομε | |
θα μείνεις | θα μείνετε | ||
θα μείνει | θα μείνουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω μείνει | θα έχουμε μείνει | |
θα έχεις μείνει | θα έχετε μείνει | ||
θα έχει μείνει | θα έχουν μείνει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μένω | να μένουμε, να μένομε |
να μένεις | να μένετε | ||
να μένει | να μένουν(ε) | ||
Aorist | να μείνω | να μείνουμε, να μείνομε | |
να μείνεις | να μείνετε | ||
να μείνει | να μείνουν(ε) | ||
Perf | να έχω μείνει | να έχουμε μείνει | |
να έχεις μείνει | να έχετε μείνει | ||
να έχει μείνει | να έχουν μείνει | ||
Imper ativ | Pres | μένε | μένετε |
Aorist | μείνε | μείνετε | |
Part izip | Pres | μένοντας | |
Perf | έχοντας μείνει | ||
Infin | Aorist | μείνει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bleibe | ||
du | bleibst | |||
er, sie, es | bleibt | |||
Präteritum | ich | blieb | ||
Konjunktiv II | ich | bliebe | ||
Imperativ | Singular | bleibe! bleib! | ||
Plural | bleibt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geblieben | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bleiben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | wohne | ||
du | wohnst | |||
er, sie, es | wohnt | |||
Präteritum | ich | wohnte | ||
Konjunktiv II | ich | wohnte | ||
Imperativ | Singular | wohne! wohn! | ||
Plural | wohnt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewohnt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wohnen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | halte auf | ||
du | hältst auf | |||
er, sie, es | hält auf | |||
Präteritum | ich | hielt auf | ||
Konjunktiv II | ich | hielte auf | ||
Imperativ | Singular | halte auf! | ||
Plural | haltet auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgehalten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufhalten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | hause | ||
du | haust | |||
er, sie, es | haust | |||
Präteritum | ich | hauste | ||
Konjunktiv II | ich | hauste | ||
Imperativ | Singular | hause! | ||
Plural | haust! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gehaust | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hausen |
μένω [méno] Ρ αόρ. έμεινα, απαρέμφ. μείνει : 1α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: μένω ευχαριστημένος / εμβρόντητος / ανεξεταστέος / στάσιμος. μένω ξύπνιος / άγρυπνος. μένω έγκυος. μένω χωρίς δουλειά. μένω πίσω* και ως έκφραση. Έμεινε ακίνητος σαν πεθαμένος. Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε χήρα. Tα καταστήματα έμειναν κλειστά λόγω της απεργίας. ΦΡ και εκφράσεις μένω με την όρεξη*. μένω με το στόμα* ανοιχτό. μένω με την κακία μου / μου μένει η κακία, δεν πραγματοποιείται η επιθυμία μου που ήταν βλαβερή, επιζήμια για κπ. άλλο. έμεινα, για κατάσταση έκπληξης ή αμηχανίας. μένω πανί* με πανί / με άδειες τσέπες*. μένω στο ράφι* / στα κρύα του λουτρού* / μπουκάλα*. μένω με τη γλύκα*. μένω στα λόγια*. μένω στον άσο*. μένω στήλη* άλατος. μένω (ο) μισός*. μένω ρέστος* / σέκος* / ξερός* / σύξυλος* / ταπί*. μένω κόκαλο*. μένω στον τόπο*. β. εξακολουθώ να υπάρχω: Tο ρούχο δεν καθάρισε καλά· έμειναν ακόμα μερικοί λεκέδες. Kαλλιτεχνικό έργο που θα μείνει στους αιώνες. (έκφρ.) τα γραπτά* μένουν. ΦΡ να μένει (το βύσσινο*). γ. υπάρχω ως υπόλοιπο· υπολείπομαι: Aν από τα δέκα αφαιρέσουμε δύο, μένουν οχτώ. Δε μου έμεινε ούτε μία δραχμή. Tι σου έμεινε από αυτά που έμαθες στο σχολείο; || Έκανε κάποτε το μανάβη και του έμεινε το όνομα. || (στο γ' πρόσ.) μένει να , για ενέργεια που πρέπει να γίνει: Mένει να μάθουμε τα κίνητρα του εγκλήματος. Δε μένει παρά να σε ευχαριστήσω δ. εξακολουθώ να βρίσκομαι κάπου: Mείνε ακίνητος στη θέση σου. Θα μείνω εδώ για να σε περιμένω. Mένει κτ. στη μνήμη / στο μυαλό, το θυμάμαι. (έκφρ.) μένω στη σκιά*. μένω στη σκιά* κάποιου. δεν έμεινε πέτρα* πάνω στην πέτρα. (λόγ.) δεν έμεινε λίθος* επί λίθου. || Aυτό να μείνει μεταξύ μας, να μην ανακοινωθεί σε άλλους. || για όχημα που δεν προχωρεί πια, που σταματά: Έμεινε το αυτοκίνητο από λάστιχο / από βενζίνη. ε. διακόπτω, σταματώ κτ.: Aς μείνουμε ως εδώ· τα άλλα για αύριο. Mείναμε λίγο στον ίσκιο του πλάτανου για να ξεκουραστούμε. Nα μείνει αυτή η παραγγελία, να μην εκτελεστεί. στ. αρκούμαι σε κτ.: Έμειναν σε λίγα φιλιά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.