bleiben
 Verb

μένω Verb
(130)
κάθομαι Verb
(24)
παραμένω Verb
(18)
DeutschGriechisch
In einer Welt der Heuchler und Karrieristen wagte es Dennis Halliday zu sagen: "Ich kann nicht hier bleiben und mich angesichts der Folgen, die ich für die irakische Bevölkerung sehe, und auch der Lügen, die aus den Ministerien der Vereinigten Staaten kommen, in Schweigen hüllen. "Σ' έναν κόσμο υποκριτών και φιλόδοξων επαγγελματιών ο Dennis Halliday τόλμησε να πει: "Δεν μπορώ να μένω εδώ και να μην μιλώ για τις συνέπειες που υφίσταται ο λαός του Ιράκ και για τα ψέματα που βγαίνουν από τα υπουργεία των ΗΠΑ" .

Übersetzung bestätigt

Ich konnte mir nicht vorstellen vernünftig zu bleiben, während mir jemand den ganzen Tag in mein Ohr Summt, geschweige denn irgendeine art richtiger Arbeit zu beenden.Δεν μπορώ να φανταστώ να μένω λογικός με κάποιον να βουίζει στα αυτιά μου όλη την ημέρα Πόσο μάλλον όταν θέλω μόνος να κανω μια πραγματική εργασία.

Übersetzung nicht bestätigt

"Vielen Dank, dass du das Brot auf den Tisch bringst und ich mit den Kindern zu Hause bleiben kann." zu hören, aber nicht danach fragt."Σ' ευχαριστώ που είσαι αυτός που κερδίζει το ψωμί μας, και έτσι μπορώ εγώ να μένω σπίτι με τα παιδιά", αλλά δεν θα το ζητούσε.

Übersetzung nicht bestätigt

Und es war meine Aufgabe, jede Nacht wach zu bleiben, bis ihre Alpträume kamen, damit ich sie aufwecken konnte.Και η δουλειά μου ήταν να μένω ξύπνια μέχρι να έρθουν οι εφιάλτες της ώστε να την ξυπνήσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss hier bleiben und mich langweilen.Εσύ ταξιδεύεις! Εγώ μένω στο σπίτι και βαριέμαι.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μένωμένουμε, μένομε
μένειςμένετε
μένειμένουν(ε)
Imper
fekt
έμεναμέναμε
έμενεςμένατε
έμενεέμεναν, μέναν(ε)
Aoristέμειναμείναμε
έμεινεςμείνατε
έμεινεέμειναν, μείναν(ε)
Per
fekt
έχω μείνειέχουμε μείνει
έχεις μείνειέχετε μείνει
έχει μείνειέχουν μείνει
Plu
per
fekt
είχα μείνειείχαμε μείνει
είχες μείνειείχατε μείνει
είχε μείνειείχαν μείνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μένωθα μένουμε, θα μένομε
θα μένειςθα μένετε
θα μένειθα μένουν(ε)
Fut
ur
θα μείνωθα μείνουμε, θα μείνομε
θα μείνειςθα μείνετε
θα μείνειθα μείνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μείνειθα έχουμε μείνει
θα έχεις μείνειθα έχετε μείνει
θα έχει μείνειθα έχουν μείνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μένωνα μένουμε, να μένομε
να μένειςνα μένετε
να μένεινα μένουν(ε)
Aoristνα μείνωνα μείνουμε, να μείνομε
να μείνειςνα μείνετε
να μείνεινα μείνουν(ε)
Perfνα έχω μείνεινα έχουμε μείνει
να έχεις μείνεινα έχετε μείνει
να έχει μείνεινα έχουν μείνει
Imper
ativ
Presμένεμένετε
Aoristμείνεμείνετε
Part
izip
Presμένοντας
Perfέχοντας μείνει
InfinAoristμείνει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κάθομαικαθόμαστε
κάθεσαικάθεστε, καθόσαστε
κάθεταικάθονται
Imper
fekt
καθόμουν(α)καθόμαστε, καθόμασταν
καθόσουν(α)καθόσαστε, καθόσασταν
καθόταν(ε)κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν
Aoristέκατσα, κάθισακάτσαμε, καθίσαμε
έκατσες, κάθισεςκάτσατε, καθίστε
έκατσε, κάθισεέκατσαν, κάτσαν(ε), κάθισαν, καθίσαν(ε)
Per
fekt
έχω κάτσει
έχω καθίσει
είμαι καθισμένος, -η
έχουμε κάτσει
έχουμε καθίσει
είμαστε καθισμένοι, -ες
έχεις κάτσει
έχεις καθίσει
είσαι καθισμένος, -η
έχετε κάτσει
έχετε καθίσει
είστε καθισμένοι, -ες
έχει κάτσει
έχει καθίσει
είναι καθισμένος, -η, -ο
έχουν κάτσει
έχουν καθίσει
είναι καθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κάτσει
είχα καθίσει
ήμουν καθισμένος, -η
είχαμε κάτσει
είχαμε καθίσει
ήμαστε καθισμένοι, -ες
είχες κάτσει
είχες καθίσει
ήσουν καθισμένος, -η
είχατε κάτσει
είχατε καθίσει
ήσαστε καθισμένοι, -ες
είχε κάτσει
είχε καθίσει
ήταν καθισμένος, -η, -ο
είχαν κάτσει
είχαν καθίσει
ήταν καθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κάθομαιθα καθόμαστε
θα κάθεσαιθα κάθεστε, θα καθόσαστε
θα κάθεταιθα κάθονται
Fut
ur
θα κάτσω, θα καθίσωθα κάτσουμε, θα καθίσουμε
θα κάτσεις, θα καθίσειςθα κάτσετε, θα καθίσετε
θα κάτσει, θα καθίσειθα κάτσουν(ε), θα καθίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κάτσει
θα έχω καθίσει
θα είμαι καθισμένος, -η
θα έχουμε κάτσει
θα έχουμε καθίσει
θα είμαστε καθισμένοι, -ες
θα έχεις κάτσει
θα έχεις καθίσει
θα είσαι καθισμένος, -η
θα έχετε κάτσει
θα έχετε καθίσει
θα είστε καθισμένοι, -ες
θα έχει κάτσει
θα έχει καθίσει
θα είναι καθισμένος, -η
θα έχουν κάτσει
θα έχουν καθίσει
θα είναι καθισμένοι, -ες
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κάθομαινα καθόμαστε
να κάθεσαινα κάθεστε, να καθόσαστε
να κάθεταινα κάθονται
Aoristνα κάτσω, να καθίσωνα κάτσουμε, να καθίσουμε
να κάτσεις, να καθίσειςνα κάτσετε, να καθίσετε
να κάτσει, να καθίσεινα κάτσουν(ε), να καθίσουν(ε)
Perfνα έχω κάτσει
να έχω καθίσει
να είμαι καθισμένος, -η
να έχουμε κάτσει
να έχουμε καθίσει
να είμαστε καθισμένοι, -ες
να έχεις κάτσει
να έχεις καθίσει
να είσαι καθισμένος, -η
να έχετε κάτσει
να έχετε καθίσει
να είστε καθισμένοι, -ες
να έχει κάτσει
να έχει καθίσει
να είναι καθισμένος, -η, -ο
να έχουν κάτσει
να έχουν καθίσει
να είναι καθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκάθεστε
Aoristsikono#sikose">κάτσε, κάθισεκάτσετε, καθίστε
Part
izip
Presκαθόμενος
Perfκαθισμένος, -η, -οκαθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκάτσει, καθίσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραμένωπαραμένουμε, παραμένομε
παραμένειςπαραμένετε
παραμένειπαραμένουν(ε)
Imper
fekt
παρέμεναπαραμέναμε
παρέμενεςπαραμένατε
παρέμενεπαρέμεναν, παραμέναν(ε)
Aoristπαρέμειναπαραμείναμε
παρέμεινεςπαραμείνατε
παρέμεινεπαρέμειναν, παραμείναν(ε)
Per
fekt
έχω παραμείνειέχουμε παραμείνει
έχεις παραμείνειέχετε παραμείνει
έχει παραμείνειέχουν παραμείνει
Plu
per
fekt
είχα παραμείνειείχαμε παραμείνει
είχες παραμείνειείχατε παραμείνει
είχε παραμείνειείχαν παραμείνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραμένωθα παραμένουμε, θα παραμένομε
θα παραμένειςθα παραμένετε
θα παραμένειθα παραμένουν(ε)
Fut
ur
θα παραμείνωθα παραμείνουμε, θα παραμείνομε
θα παραμείνειςθα παραμείνετε
θα παραμείνειθα παραμείνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραμείνειθα έχουμε παραμείνει
θα έχεις παραμείνειθα έχετε παραμείνει
θα έχει παραμείνειθα έχουν παραμείνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραμένωνα παραμένουμε, να παραμένομε
να παραμένειςνα παραμένετε
να παραμένεινα παραμένουν(ε)
Aoristνα παραμείνωνα παραμείνουμε, να παραμείνομε
να παραμείνειςνα παραμείνετε
να παραμείνεινα παραμείνουν(ε)
Perfνα έχω παραμείνεινα έχουμε παραμείνει
να έχεις παραμείνεινα έχετε παραμείνει
να έχει παραμείνεινα έχουν παραμείνει
Imper
ativ
Presπαράμενεπαραμένετε
Aoristπαράμεινεπαραμείνετε
Part
izip
Presπαραμένοντας
Perfέχοντας παραμείνει
InfinAoristπαραμείνει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback