κάθομαι Verb (8) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Weshalb also kündigen? Du meinst, hinter dem Schreibtisch hocken, wie festgeklebt? | Εννοείς γιατί να κάθομαι πίσω από ένα γραφείο σε μια καρέκλα; Übersetzung nicht bestätigt |
Du meinst, hinter dem Schreibtisch hocken, wie festgeklebt? | Δηλαδή να έμενα και να κάθομαι πίσω από ένα γραφείο σαν καρεκλοκένταυρος; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich würde gern auf meinem Arsch hocken, Pilze rauchen und Schecks von der Regierung einlösen. | Δεν θα με χαλούσε να κάθομαι και να με πληρώνει η κυβέρνηση. Übersetzung nicht bestätigt |
Als hätte ich Wichtigeres zu tun, als in so einer Kabine zu hocken. | Σαν να πρέπει να κάνω κάτι παραπάνω από το να κάθομαι σε ένα γραφειάκι. Übersetzung nicht bestätigt |
Hey, besser, als daheim zu hocken und Meg bei Pickelausdrücken zuzusehen. | Καλύτερα απ' το να κάθομαι σπίτι και να βλέπω την Μεγκ να σκάει σπυράκια. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | hocke | ||
du | hockst | |||
er, sie, es | hockt | |||
Präteritum | ich | hockte | ||
Konjunktiv II | ich | hockte | ||
Imperativ | Singular | hock! hocke! | ||
Plural | hockt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gehockt | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hocken |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάθομαι | καθόμαστε |
κάθεσαι | κάθεστε, καθόσαστε | ||
κάθεται | κάθονται | ||
Imper fekt | καθόμουν(α) | καθόμαστε, καθόμασταν | |
καθόσουν(α) | καθόσαστε, καθόσασταν | ||
καθόταν(ε) | κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν | ||
Aorist | έκατσα, κάθισα | κάτσαμε, καθίσαμε | |
έκατσες, κάθισες | κάτσατε, καθίστε | ||
έκατσε, κάθισε | έκατσαν, κάτσαν(ε), κάθισαν, καθίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάτσει έχω καθίσει είμαι καθισμένος, -η | έχουμε κάτσει έχουμε καθίσει είμαστε καθισμένοι, -ες | |
έχεις κάτσει έχεις καθίσει είσαι καθισμένος, -η | έχετε κάτσει έχετε καθίσει είστε καθισμένοι, -ες | ||
έχει κάτσει έχει καθίσει είναι καθισμένος, -η, -ο | έχουν κάτσει έχουν καθίσει είναι καθισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κάτσει είχα καθίσει ήμουν καθισμένος, -η | είχαμε κάτσει είχαμε καθίσει ήμαστε καθισμένοι, -ες | |
είχες κάτσει είχες καθίσει ήσουν καθισμένος, -η | είχατε κάτσει είχατε καθίσει ήσαστε καθισμένοι, -ες | ||
είχε κάτσει είχε καθίσει ήταν καθισμένος, -η, -ο | είχαν κάτσει είχαν καθίσει ήταν καθισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάθομαι | θα καθόμαστε | |
θα κάθεσαι | θα κάθεστε, θα καθόσαστε | ||
θα κάθεται | θα κάθονται | ||
Fut ur | θα κάτσω, θα καθίσω | θα κάτσουμε, θα καθίσουμε | |
θα κάτσεις, θα καθίσεις | θα κάτσετε, θα καθίσετε | ||
θα κάτσει, θα καθίσει | θα κάτσουν(ε), θα καθίσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάτσει θα έχω καθίσει θα είμαι καθισμένος, -η | θα έχουμε κάτσει θα έχουμε καθίσει θα είμαστε καθισμένοι, -ες | |
θα έχεις κάτσει θα έχεις καθίσει θα είσαι καθισμένος, -η | θα έχετε κάτσει θα έχετε καθίσει θα είστε καθισμένοι, -ες | ||
θα έχει κάτσει θα έχει καθίσει θα είναι καθισμένος, -η | θα έχουν κάτσει θα έχουν καθίσει θα είναι καθισμένοι, -ες | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάθομαι | να καθόμαστε |
να κάθεσαι | να κάθεστε, να καθόσαστε | ||
να κάθεται | να κάθονται | ||
Aorist | να κάτσω, να καθίσω | να κάτσουμε, να καθίσουμε | |
να κάτσεις, να καθίσεις | να κάτσετε, να καθίσετε | ||
να κάτσει, να καθίσει | να κάτσουν(ε), να καθίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάτσει να έχω καθίσει να είμαι καθισμένος, -η | να έχουμε κάτσει να έχουμε καθίσει να είμαστε καθισμένοι, -ες | |
να έχεις κάτσει να έχεις καθίσει να είσαι καθισμένος, -η | να έχετε κάτσει να έχετε καθίσει να είστε καθισμένοι, -ες | ||
να έχει κάτσει να έχει καθίσει να είναι καθισμένος, -η, -ο | να έχουν κάτσει να έχουν καθίσει να είναι καθισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | κάθεστε | |
Aorist | sikono#sikose">κάτσε, κάθισε | κάτσετε, καθίστε | |
Part izip | Pres | καθόμενος | |
Perf | καθισμένος, -η, -ο | καθισμένοι, -ες, -α | |
Infin | Aorist | κάτσει, καθίσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.